Σάββατο 19 Νοεμβρίου 2022
Επίσκεψη Στο Χωριό Βουκολιές Του Δήμου Πλατανιά
Ποδόσφαιρο και … υποκλοπές Του Αργύρη Αργυριάδη
Η επιρροή του ποδοσφαίρου στα πλατιά λαϊκά στρώματα είναι γνωστή. «Το όπιο του λαού και των μαζών», «Μια θρησκεία χωρίς απίστους» είναι μερικές από τις ιδιαίτερα πετυχημένες φράσεις που έρχονται να περιγράψουν ένα κοινωνικό φαινόμενο. Την ταύτιση – μέσω του ποδοσφαίρου – με μια ομάδα. Εκεί που ο αθλητισμός είναι το μέσο και όχι ο σκοπός. Το μέσο για κοινωνική συσσωμάτωση, για συλλογική ικανοποίηση. Η ομάδα αποκτά ταυτοτικά χαρακτηριστικά και διακρίνει «εκείνους» από «εμάς». Δεν υπήρξαν – ιστορικά – πολλές μορφές συλλογικής συγκίνησης όσες εκείνες που βιώνουν οι οπαδοί μιας ομάδας.
Σήμερα, το ποδόσφαιρο – ως σημείο κοινωνικής αναφοράς – τέμνει εγκάρσια της κοινωνικές τάξεις. Δεν ταυτίζεται με κόμματα και πολιτικές ιδέες. Διαμορφώνει από μόνο του ένα σύστημα ιδεών. Δεν ήταν πάντα έτσι. Οι κανόνες του παιχνιδιού διαμορφώθηκαν στα σαλόνια της αγγλικής ελίτ (οι πρώτοι κανόνες γνωστοί ως «Κανόνες του Κέιμπριτζ» γράφτηκαν στο Trinity College του Κέμπριτζ σε μια συνεδρίαση στην οποία συμμετείχαν εκπρόσωποι από τα σχολεία Ίτον (Eaton College), Χάροου (Harrow School), Ράγκμπι (Rugby School), Γουίντσεστερ (Winchester College) και Σριούσμπερι (Shrewsbury School). Ωστόσο, τα μαζικά χαρακτηριστικά του τα οφείλει στην εργατική τάξη. Μετατράπηκε σε μαζικό φαινόμενο στις αναδυόμενες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις της βιομηχανικής επανάστασης, και συγκεκριμένα στις γειτονιές που συγκεντρώνονται οι εργάτες και συγκροτείται η (κατά βάση βιομηχανική) εργατική τάξη.
Στη σύγχρονη εποχή μιλάμε για ποδοσφαιρική κουλτούρα. Στο πλαίσιο αυτής συναρθρώνονται πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες, ετερόκλητα συμφέροντα και διαφορετικές συνήθειες. Σε πολλές πόλεις – ιδίως στην Ελλάδα – κυκλοφορούν πολλές αθλητικές εφημερίδες. Σε ορισμένες, όπως η Θεσσαλονίκη όπου το ποδόσφαιρο είναι βαθιά ριζωμένο στην κουλτούρα της καθημερινότητας, οι αθλητικές είναι περισσότερες από τις «πολιτικές» αποδεικνύοντας εμπράκτως τόσο το κοινωνικό ενδιαφέρον όσο και την ανάγκη ταύτισης με συγκεκριμένο περιεχόμενο.
Όλα τα ανωτέρω θα ήταν παράδοξο να αφήσουν ασυγκίνητους όσους θέλουν να αυξήσουν την πολιτική και κοινωνική επιρροή τους. Οι ιδιοκτήτες των ποδοσφαιρικών ομάδων, συνήθως είναι άτομα με μεγάλη οικονομική επιφάνεια αλλά και ακόμη μεγαλύτερες επιθυμίες. Ιδίως σε χώρες όπου ο κρατικός τομέας παραμένει ευμεγέθης και επηρεάζει το οικονομικό αποτέλεσμα των επιχειρήσεων που συναλλάσσονται – άμεσα ή έμμεσα – με αυτόν, η ιδιοκτησία μιας λαοφιλούς ποδοσφαιρικής ομάδας ισοδυναμεί με την πρωτοκαθεδρία σε ένα θρησκευτικό ιερατείο.
Στο πλαίσιο αυτό δεν είναι παράδοξη, η πρόσφατη σύνδεση από επιφανή επιχειρηματία, ενός αποτελέσματος ποδοσφαιρικού αγώνα με το σκάνδαλο των υποκλοπών. Μπορεί να έγινε ξαφνικά και ίσως με άκομψο τρόπο αλλά στην ουσία καταδεικνύει ένα ιδιότυπο power game που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Μέσω των υποκλοπών συγκεκριμένα παράκεντρα (ή επίκεντρα) εξουσίας επιδίωξαν, παρανόμως, να «ελέγξουν» δημόσια πρόσωπα. Να γνωρίζουν, να «προλαμβάνουν» να δύνανται να εκβιάζουν. Επιδιώκοντας, όμως, να «επιμολύνουν» τα κινητά τηλέφωνα των παρακολουθούμενων μόλυναν το δημοκρατικό πολίτευμα. Πριν επέλθει ο «σασμός» - εύηχη κρητική λέξη που αναφέρεται στη «συμφιλίωση» και στο «συμβιβασμό», γνωστή εννοιολογικά στους πρωταγωνιστές αυτής της ιστορίας λόγω καταγωγής - τα αλαλάζοντα πλήθη θα χρησιμοποιηθούν για ακόμη μια φορά. Ήρθε η ώρα η «επένδυση» να αποδώσει καρπούς…
Πώς εγκλωβιστήκαμε στα social media
Η αίσθηση του «κολλήματος» εξηγεί γιατί παραμένουμε χρήστες ενός κοινωνικού δικτύου που μας προκαλεί σύγχυση, αγωνία, θλίψη ή ανία
H τεράστια δύναμη που έχουν οι πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης αποδεικνύεται από τα αντιδιαμετρικά σχόλια που ακούγονται γι’ αυτές. Επιταχύνουν τον εξτρεμισμό και ταυτόχρονα προκρίνουν την ομοφωνία. Αποσπούν την προσοχή μας και θα έπρεπε να διαδραματίζουν μικρό ρόλο στη ζωή μας, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να βελτιωθούν, να εξευγενιστούν και να καθαρίσουν από τους «κακούς παίκτες», όποιοι και αν είναι αυτοί. Είναι προηγμένες συσκευές παρακολούθησης, που ταυτόχρονα μας βομβαρδίζουν με άσχετες διαφημίσεις.
Παρ’ όλα αυτά, ή ίσως εξαιτίας τους, οι χρήστες αδυνατούν να εγκαταλείψουν τα κοινωνικά δίκτυα, όπως αποδεικνύεται από τους ισολογισμούς τόσο του Facebook όσο και του Twitter.
Στις διαφορετικές κριτικές που ασκούνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης καταγράφεται μία κοινή εμπειρία: η απώλεια υπομονής και η αρνητική αξιολόγηση της συμπεριφοράς των άλλων χρηστών του μέσου. Μας συνεπαίρνει μια ασυγκράτητη τάση ανάρτησης αρνητικών σχολίων στην ίδια την πλατφόρμα, αλλά και επικρότησης αναρτήσεων που φανερώνουν πόσο ο χρήστης απεχθάνεται να κάνει αναρτήσεις. Παρότι όλοι κατανοούν το γελοίο του θέματος, δεν μπορούν να σταματήσουν. Είναι κολλημένοι, και ίσως να είστε κι εσείς.
Τι σημαίνει «είμαι κολλημένος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης»; Kάθε χρήστης μπορεί να τα εγκαταλείψει με την ίδια ελευθερία που άρχισε να τα χρησιμοποιεί. Το «κόλλημα» στις πλατφόρμες συνιστά απρόβλεπτη συνέπεια του τρόπου με τον οποίο τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης έγιναν δημοφιλή και ισχυρά. Προφανώς ακόμα και οι μεγαλύτερες πλατφόρμες είναι εντελώς περιττές χωρίς χρήστες.
Ενα κοινωνικό δίκτυο χρειάζεται πολλαπλούς χρήστες για να λειτουργήσει. Οσο περισσότεροι γίνονται, τόσο πιο επιτυχημένο είναι το μέσο. Αυτή η κοινωνική δυναμική και το γεγονός ότι έπειτα από χρόνια οι συνθήκες μεταβάλλονται, κάνουν πολλούς να νιώθουν εγκλωβισμένοι στο μέσο της επιλογής τους. Η αίσθηση του «κολλήματος» εξηγεί γιατί παραμένουμε χρήστες ενός κοινωνικού δικτύου που μας προκαλεί σύγχυση, αγωνία, θλίψη ή ανία. Είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα ενός εμπορευματοποιημένου κοινωνικού και πολιτικού χώρου που οικοδομήθηκε με μοναδικό στόχο να επεκτείνεται.
Ενας καλός τρόπος για να προσεγγίσουμε το πρόβλημα είναι να σκεφτούμε ότι τα κοινωνικά δίκτυα είναι σαν το LinkedIn. Η εμπειρία που προσφέρει σε πολλούς χρήστες του δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστη, καθώς η συμμετοχή επιβάλλει κόπο, προσοχή και συγκεκριμένη συμπεριφορά, ενώ τους εκθέτει σε καταιγισμό ειδοποιήσεων και περιεχόμενο. Πολλοί άνθρωποι εισήλθαν στο μέσο προκειμένου να βρουν εργασία ή προσωπικό. Πολλά χρόνια αργότερα, ανακάλυψαν ότι «κόλλησαν». Ακόμα και όσοι δεν έχουν ανοικτά θέματα απασχόλησης συνδέουν την αποχώρησή τους από την πλατφόρμα με ένα ασαφές αλλά πραγματικό κόστος.
Η κυριαρχία του LinkedIn κατέστησε σαφές ότι αυτό το κόστος παραμένει. Ακόμα και όταν δεν είναι υψηλό, αρκεί για να αποθαρρύνει τους χρήστες από την εγκατάλειψη της πλατφόρμας. Υπάρχει κάτι που κάνει το LinkedIn διαφορετικό από το Facebook, το Instagram και το Twitter;
Η αλήθεια είναι ότι η αίσθηση εγκλωβισμού που έχουμε σε κάποιες πλατφόρμες δεν είναι μόνιμη, ούτε απρόσμενη. Απλώς διαρκεί περισσότερο από ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί. Εχει βέβαια και τα θετικά της, καθώς νιώθουμε σύνδεση με τους άλλους χρήστες και κυρίως την κοινή αίσθηση ότι η εμπειρία μας δεν είναι εκείνη που περιμέναμε όταν εγγραφήκαμε.
ΤΖΟΝ ΧΕΡΜΑΝ / THE NEW YORK TIMES
Το φρούριο Κούλε μέσα απο 120 φωτογραφίες
Στην είσοδο του λιμανιού, εκεί που τελειώνει ο δυτικός μόλος, δεσπόζει ένα επιβλητικό φρούριο. Κατά τη Βενετοκρατία ήταν γνωστό με τα ονόματα Rocca a Mare ή Castello a Mare ή Castello, δηλαδή φρούριο στη θάλασσα. Επικράτησε τελικά να ονομάζεται Κούλες όνομα που προέρχεται από την τούρκικη ονομασία Su Kulesi.




























































