Σαρανταυγά.

Με τον πατέρα Σταύρο πρώτο αριστερά και μετά τον παππού το Γιώργη το Σαρανταυγά με το μπουκάλι τη ρακή, δεκαετία του 60 Τριάντα οκτώ χρονών σήμερα ο Γιώργης, πατέρας του Σταύρου και του Χαράλαμπου, είναι το εγγόνι του Γιώργη του Παπαδάκη που ξεκίνησε το καφενείο το 1924. Τούτος πάλι ο Γιώργης, ο παππούς, ήτανε γιος του παππά-Γιάννη Παπαδάκη, που Σταθάκηδες ήτανε κανονικά το σόι τους, μόνο που είχανε πολλούς παπάδες και έτσι, παπά τη μία, παπά την άλλη, τους βάφτισε ο κόσμος Παπαδάκηδες.
Και ο πατέρας του Γιώργη του Σταθάκη, Σταύρος Παπαδάκης λεγότανε. Μετά, άλλαξαν οι ίδιοι το όνομα πάλι στο παλιό, Σταθάκης. Πάει το λοιπόν ο παπά-Γιάννης Παπαδάκης να κάνει αγιασμό σε ένα σπίτι ανήμερα των Φώτων μαζί με το Γιώργη (το γιο του και παππού του σημερνού), θα πρέπει να ’τανε στην αρχή του περασμένου αιώνα.

Τότες που οι νοικοκύρηδες φίλευαν τους παπάδες με ό,τι είχε ο καθένας: λίγο λάδι, γλυκά, αυγά, λίγο λουκάνικο, κανένα τυροζούλι και άλλα τέτοια. Και λέει η νοικοκερά στο Γιωργάκη: «Να σου κάνω Γιωργάκη μια ομελέτα με δυο αυγά;» Και απαντά ο παπά Γιάννης, ο πατέρας του: «Άστονε μωρέ και έχει φαωμένα καμιά σαρανταρά». Να λοιπόν το παρατσούκλι έτοιμο. Ο Γιώργης ο «Σαρανταυγάς». Να και όνομα του μαγαζιού που άνοιξε αυτός ο Γιώργης το 1924: «ΣΑΡΑΝΤΑΥΓΑ».
Να πούμε για την ιστορία ότι ο παππούς ο Γιώργης ήτανε ένα φεγγάρι και χωροφύλακας. Πήγε και στη Μικρά Ασία με το Βενιζέλο, μαζί με πολλούς Κρητικούς, να θυμηθώ και το δικό μου πατέρα. Κάποια στιγμή ήτανε και στην προσωπική φρουρά του Σοφοκλή Βενιζέλου.
Και το 1924 άνοιξε το «ΣΑΡΑΝΤΑΥΓΑ» στη καρδιά της αγοράς του Ηρακλείου. Εκεί ακριβώς που είναι και σήμερα. Να πούμε επίσης ότι, πολλά χρόνια πριν το ’24, στη θέση του καφενείου είχε την οικία του ο Νικόλαος Σαλαμόν (ελπίζω να τον αναφέρω σωστά), πρώτος θείος του Διονυσίου Σολωμού, που ερχότανε από το Τζάντε στο θείο του για διακοπές.



Είναι Σάββατο πρωί 10 η ώρα όταν μου τα λέει αυτά ο Γιώργης. Του Γενάρη 12, του σωτηρίου (άραγε γιατί;) έτους 2008. Τέσσερα μετρημένα τραπεζάκια έχει το μαγαζάκι μέσα και μισή ντουζίνα έξω. Ξύλινα τα μέσα, στρογγυλά σιδερένια, τα κλασικά του καφενείου, τα έξω. Είναι σχεδόν όλα πιασμένα. Είναι βλέπεις η ώρα του πρωινού καφέ. Βρίθει από νιάτα η πελατεία, 60 με 80 και βάλε Μάηδες μετράει ο καθένας. Εφημερίδα, τσιγάρο, κομπολόι, κουβεντούλα.
Ο Γιώργης σερβίρει και μιλά σε όλους, με το μικρό τους όνομα τους ξέρει. Και στα διπλανά και παραδιπλανά μαγαζιά πάει καφέδες. Μέσα καθόμαστε, είναι πιο ήσυχα, κάνει και λίγο κρυάκι, Γενάρης βλέπεις. Απέναντί μου, δηλαδή στο ενάμισι μέτρο, κάθετα λιγομίλητος και σοβαρός, ο Δημήτρης Ευαγγελινός, ο Μητσάρας, από τους πιο παλιούς πελάτες. Αργεί ο καφές του και μπροκάρει το Γιώργη. Το 1949 ήρθε φαντάρος στη Κρήτη, παντρεύτηκε και έμεινε. Κοιτάζω γύρω μου το μαγαζί. Φωτογραφίες, πολλές φωτογραφίες.
Από τον κλασικό Ελληνικό κινηματογράφο, είναι όλοι εκεί: Ρίζος, Χατζηχρήστος, Βέγγος, Παπαγιαννόπουλος, Βουτσάς, Βλαχοπούλου. Και άλλες, του Τσιτσάνη, του Καζαντζίδη, του Μπιθικώτση, του Μενιδιάτη και βάλε. Και του πατέρα του και του παππού του Γιώργη. Και του ΟΦΗ. Μα και παλιό ραδιόφωνο και ναργιλές κι αυτός παλιός και γκραβούρες του μεσοπόλεμου με Γαλλικούς τίτλους διαθέτει ο χώρος. Ανάσταση. 

 Απάνω στην κουβέντα, στο ψήσιμο των καφέδων και στα σερβιρίσματα μέσα και έξω, μπαίνει ο Νίκος Καλαθάκης. Ψηλός, λιγνός, με το χαμόγελό του να σε κερδίζει. Καλημερίζει και όρθιος μας πιάνει τη κουβέντα. Κουρέας το επάγγελμα ο Νίκος, 72 χρονών σήμερα, πέρασε να πει μια καλημέρα. Αγάπη που φαίνεται και ιστορία μιας ζωής έχει ο Νίκος με το «ΣΑΡΑΝΤΑΥΓΑ».
Βλέπεις, κουρέας και ο πατέρας του ο Μανόλης, πήρε το Νικολάκη παραγιό το 1943, όταν μέσα στο «ΣΑΡΑΝΤΑΥΓΑ» άρχισε να δουλεύει και κουρείο. Οκτώ κουρεία αριθμούσε τότε η αγορά. Η «απάνω αγορά». Την «απάνω αγορά», τη θυμούμαι από παιδί. Υπήρχε (και υπάρχει) και η «κάτω αγορά», πιο μικρή, στη περιοχή «Καμαράκι», κοντά στο πατρικό μου. Μα η «απάνω» ήταν η κεντρική αγορά. Έτσι είναι ακόμη στην εντός των τειχών πόλη. |