Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2023

Γνωρίζουμε Το Χωριό Γκαγκάλες Του Δήμου Γόρτυνας

 426275_273773356029088_1444353404_n


Οι Γκαγκάλες είναι χωριό της επαρχίας Καινούργιου, με 405 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2001. Αποτελεί ομώνυμο Δημοτικό διαμέρισμα στο Δήμο Γόρτυνας του νομού Ηρακλείου. 


Βρίσκεται στη βόρεια παρυφή του κάμπου της Μεσαράς και απέχει 48,8 χλμ. από το Ηράκλειο. Παράγει λάδι, σταφίδα, δημητριακά και κτηνοτροφικά φυτά. Γίνεται επίσης εκτεταμένη καλλιέργεια χειμερινής αγκινάρας. 


Ανάμεσα στα άλλα, στο χωριό υπάρχει Δημοτικό σχολείο και νηπιαγωγείο. Ο κεντρικός ναός είναι αφιερωμένος στη Μεταμόρφωση του Σωτήρος. Άλλοι ναοί είναι του Αγίου Παντελεήμονος και της Παναγίας της Υπαπαντής

166957_273772459362511_410699133_n

394025_273773022695788_1978499100_n

396224_273772069362550_1302552662_n

402637_273772406029183_101689642_n

403105_273772526029171_2051808879_n

403338_273772196029204_1371893219_n

405905_273772606029163_952516292_n

Στο Δημοτικό διαμέρισμα Γκαγκαλών, που αριθμεί 605 κατοίκους συνολικά, ανήκουν (απογρ. 2001) οι οικισμοί:
  • οι Γκαγκάλες, έδρα [405] και

  • ο Βαλής [200]. Σε παλαιότερη ονομασία του αναφερόταν ως ουδέτερο, το Βαλί. Βρίσκεται σε απόσταση 2 χλμ. από τις Γκαγκάλες, σε υψόμετρο 330 μ. Βορειοδυτικά δεσπόζει το ύψωμα του Αη Λιά.

407005_273773242695766_1785371687_n

407332_273772919362465_2041503061_n

418458_273772136029210_356625456_n

Γκαγκάλες: Για πρώτη φορά συναντάται το 1300 σε έγγραφο του νοταρίου του Χάνδακα P. Pizolo , ενώ την ίδια περίοδο, τέλη 13ου – αρχές 14ου αιώνα, καταγράφεται και στο Κατάστιχο Φέουδων του σεξτέρτιου του Castello . 


Τα στοιχεία τούτα, οδηγούν σχεδόν με βεβαιότητα στην β΄ βυζαντινή περίοδο. Η ανακάλυψη όμως και παλαιοχριστιανικής επιγραφής μπορεί να σημαίνει ότι στη θέση αυτή υπήρχε ανθρώπινη παρουσία και από την πρώτη βυζαντινή περίοδο.
419881_273772259362531_1412252703_n

421272_273773132695777_39244053_n

422308_273772566029167_660864077_n

424030_273772739362483_531463409_n

Το χωριό επίσης αναφέρεται το 1583 με την ονομασία Gangales, με 253 κατοίκους στην επαρχία Μονοφατσίου. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας κατοικούνταν από Τούρκους. Το 1834 είχε 24 οικογένειες και το 1881 είχε 160 Τούρκους. 


Μετά την αναχώρησή τους εγκαταστάθηκαν Χριστιανοί από άλλα φτωχά χωριά, οι οποίοι ασχολούνται σήμερα με τη γεωργία και την οικόσιτη κτηνοτροφία.


Επίσης, στις απογραφές αναφέρεται και ο Βαλής με την ονομασία Vagli και με 85 κατοίκους (το 1583) και Βαλί στην τουρκική απογραφή του 1671 με 18 χαράτσα. Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας κατοικούνταν αποκλειστικά από Τούρκους.

429392_273772346029189_956052788_n

430960_273772836029140_1804969420_n

Τα Ιστορικά Δεδομένα Της Κόντρας Του ΟΦΗ Με Τον Παναθηναϊκό

 Τα ιστορικά δεδομένα της κόντρας του ΟΦΗ με τον Παναθηναϊκό, η χρηματοδότηση από την οικογένεια Βαρδινογιάννη, τα αγωνιστικά χουνέρια των Κρητικών στους πράσινους και οι αλλαγές μετά το θάνατο του Θόδωρου.


ofi_3


Γεγονός νούμερο ένα: στα 29 χρόνια που η ΠΑΕ ΟΦΗ ανήκε στην ιδιοκτησία του Ομίλου Βαρδινογιάννη με «πατριάρχη» τον αείμνηστο Θόδωρο, αδερφό του Βαρδή και του Γιώργου, οι Κρητικοί κατέκτησαν ένα Κύπελλο Ελλάδας, έπαιξαν σε τελικούς, βγήκαν δεύτεροι και τρίτοι στο πρωτάθλημα.


Και τίμησαν τη χώρα και τη μεγαλόνησο στα ευρωπαϊκά σαλόνια, με τον… OFI CRETA να αποκτά διεθνή φήμη, κατακτώντας το Βαλκανικό Κύπελλο και φτάνοντας (το 1987) μέχρι την φάση των «16» στο Κύπελλο UEFA.

Στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και αφού το ελληνικό ποδόσφαιρο είχε περάσει τις πύλες του επαγγελματισμού, ο Θόδωρος Βαρδινογιάννης, έχοντας ιδιαίτερη ευαισθησία στη γενέτειρά του Κρήτη πείστηκε ότι πρέπει να ηγηθεί και να προσφέρει τις υπηρεσίες του στον ΟΦΗ.
34058
Ο προβληματισμός που υπήρχε στην οικογένεια αφορούσε στο γεγονός ότι λίγα χρόνια νωρίτερα ο Γιώργος Βαρδινογιάννης είχε αναλάβει τις τύχες της ΠΑΕ Παναθηναϊκός.

Για τον Θόδωρο Βαρδινογιάννη το ζήτημα ήταν προσωπικό, είχε διαφορετικό προφίλ από τα άλλα αδέρφια, ήταν δεμένος με την Κρήτη και λειτουργούσε (όπως και ο Σήφης) πιο ανεξάρτητα από τους υπόλοιπους.

Ο Θόδωρος ήταν ο κουμανταδόρος των οικονομικών θεμάτων της «Motor Oil» (και όχι μόνο), μπορούσε να θέσει τον προϋπολογισμό για τη χρηματοδότηση του ΟΦΗ και να καθορίσει μαζί με τον Βαρδή και τον Γιώργο το πλαίσιο της σχέσης με τον Παναθηναϊκό.
Τα μεγέθη των συλλόγων ήταν εκ των πραγμάτων διαφορετικά, όπως επίσης οι αγωνιστικοί στόχοι, αλλά και το εύρος χρηματοδότησης των δύο συλλόγων και ως σημείο επαφής λειτουργούσε το έμψυχο δυναμικό των ομάδων.
Οταν ένας παίκτης δεν έπιανε στον Παναθηναϊκό πήγαινε πολύ συχνά στον ΟΦΗ κι όταν ένας παίκτης του ΟΦΗ ήταν πολύ καλός, το «τριφύλλι» είχε τον πρώτο λόγο.
Μέσα στο γήπεδο, ωστόσο, η κεντρική ιδέα της οικογένειας ήταν να οριοθετηθούν δύο ανεξάρτητα και διαφορετικά «μαγαζιά».

Ο μύθος αναφέρει ότι την εβδομάδα που έπαιζε ο ΟΦΗ με τον Παναθηναϊκό και το αντίστροφο, ο Θόδωρος με τον Γιώργο είχαν ένα «modus vivendi» και δεν μιλούσαν καν.
Κόντρα στους ψιθύρους, τις ενδείξεις και τα κουτσομπολιά, αυτό πιστοποιήθηκε και στο χορτάρι με τον ΟΦΗ να κάνει σε ανύποπτες στιγμές μεγάλα «χουνέρια» στον Παναθηναϊκό, που του πλήγωσαν το πρεστίζ και του στέρησαν τίτλο και ευρωπαϊκή έξοδο!

Στην πρώτη κατηγορία εντάσσεται ασφαλώς το εκκωφαντικό 5-2 του ΟΦΗ επί του Παναθηναϊκού στο ΟΑΚΑ, στις 20 Δεκεμβρίου του 1987.
Σε εκείνο το ματς η ομάδα του Γκέραρντ έκανε ό,τι ήθελε στο γήπεδο, με τους Γιάννη Σαμαρά και Γρηγόρη Χαραλαμπίδη να πετυχαίνουν από δύο γκολ, τον Γιώργο Βλαστό να βάζει το κερασάκι στην τούρτα στο 89’ και τον Γρηγόρη Τσινό να αναδεικνύεται σε MVP.
thodorosvardinogiannis
Το τάιμινγκ ήταν εντελώς αναπάντεχο, μια και η συγκεκριμένη ομάδα του Παναθηναϊκού είχε ανατρέψει την ήττα με 5-2 από τη Χόνβεντ και είχε προκριθεί εμφατικά, νικώντας τους Ούγγρους με 5-1 στη ρεβάνς του ΟΑΚΑ.

Μάλιστα, παραμένει έως και σήμερα η πιο βαριά εντός έδρας ήττα του Παναθηναϊκού στο πρωτάθλημα, μαζί με το 3-6 από τον Εθνικό την προηγούμενη αγωνιστική περίοδο.
Ο Παναθηναϊκός ηττήθηκε και στο Ηράκλειο με 2-1 εκείνη τη χρονιά, ενώ ο Βασίλης Δανιήλ απομακρύνθηκε τρεις εβδομάδες αργότερα από τον πάγκο του «τριφυλλιού» δίνοντας τη σκυτάλη στον Σουηδό Γκίντερ Μπένγκστον.

Τον Φλεβάρη του ’94 ο ΟΦΗ υποδέχθηκε τον Παναθηναϊκό που μονομαχούσε με την ΑΕΚ για το πρωτάθλημα, με τους Κρητικούς να είναι βαθμολογικά αδιάφοροι.
Το αποτέλεσμα (0-0) ήταν καταδικαστικό για τους «πράσινους» με την Ενωση να κατακτά εν τέλει το πρωτάθλημα με επτά βαθμούς διαφορά.
Ενάμιση χρόνο αργότερα, τον Σεπτέμβρη του 1996 ο Θόδωρος Βαρδινογιάννης άφησε εντελώς απρόσμενα και αιφνιδιαστικά (ο μύθος λέει ότι δεν είχε αφήσει καν διαθήκη) την τελευταία του πνοή από ανακοπή καρδιάς, σε ηλικία μόλις 54 ετών.

Φρόντισε και άφησε «προίκα» στον ερασιτέχνη ΟΦΗ ένα από τα πιο σύγχρονα αθλητικά κέντρα της χώρας, το «Bαρδινογιάννειο Αθλητικό Κέντρο», που βρίσκεται στην περιοχή Σκαφιδαρά του Δήμου Γαζίου και καταλαμβάνει έκταση 50.000 τ.μ.
Επτά μήνες μετά το θάνατό του έμελε να προκύψει το μεγαλύτερο κάζο του ΟΦΗ στον Παναθηναϊκό.
Ήταν 18 Μαΐου του 1997 στο πλαίσιο της προτελευταίας αγωνιστικής του πρωταθλήματος, με το «τριφύλλι» να μην έχει κανένα περιθώριο για απώλεια βαθμών, καθώς αν δεν νικούσε θα έμενε οριστικά εκτός Ευρώπης εάν ο ΠΑΟΚ έκανε το 2/2 απέναντι σε Καβάλα και Καστοριά, όπως και συνέβη.

Ο ΟΦΗ ήταν μάλλον αδιάφορος αφού του αρκούσε ένας βαθμός και στο τελευταίο ματς έπαιζε στη Βέροια.
Ο Παναθηναϊκός προηγήθηκε στο 34’ με τον Νίκο Λυμπερόπουλο, αλλά το γκολ του Γιώργου Κουτσουπιά στο 70’ διαμόρφωσε το τελικό 1-1 και άφησε εκτός Ευρώπης τους «πράσινους» ύστερα από 16 ολόκληρα χρόνια!

Ενας λόγος παραπάνω για το εύρος του «χουνεριού», όταν ένα χρόνο πριν ο Παναθηναϊκός είχε αφήσει άφωνη ολόκληρη την Ευρώπη φτάνοντας 90 λεπτά πριν τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ, μετά την ανυπέρβλητη νίκη του επί του τρομερού Αγιαξ μέσα στο Άμστερνταμ…
898372
Μετά το θάνατο του αδερφού του Θόδωρου, ο Βαρδής Βαρδινογιάννης ήταν αυτός που έπρεπε να αποφασίσει εάν θα συνεχιστεί η χρηματοδότηση του ΟΦΗ από την οικογένεια.
Τον πλησίασαν διάφοροι Κρητικοί που του ζήτησαν το μάνατζμεντ και αποφάσισε ότι πρέπει να υπάρξει συνέχεια (και) στη μνήμη του αδερφού του.
Πείστηκε να συνεχίσει τη χρηματοδότηση, αλλά ουδείς εξ αυτών ήταν ποτέ δυνατόν να μπει στα παπούτσια του Θόδωρου, ούτε να εμπνεύσει και να φτάσει στα υψηλά επίπεδα της δεκαετίας του ’80 και του ’90.

Η αντίστροφη μέτρηση για τον ΟΦΗ και την οριστική αποχώρηση της οικογένειας Βαρδινογιάννη είχε αρχίσει και ολοκληρώθηκε με την (κακήν κακώς) έξοδο του Βουτσινά από τα διοικητικά του δρώμενα το 2009.
Εκτοτε ο κρητικός σύλλογος πέρασε μέσα από συμπληγάδες ανέβηκε το δικό του Γολγοθά και μόλις πριν από λίγους μήνες κατάφερε να αντικρίσει φως στο βάθος του τούνελ μέσω του ομογενούς/ελληνοαμερικανού επιχειρηματία Μιχάλη Μπούση που ανέλαβε τις τύχες του…

Γεγονός νούμερο δύο: η ρετσινιά περί «παραρτήματος», «τσάτσων» και »θυγατρικής ομάδας» ήταν κάτι που πλήγωνε ανέκαθεν τους «Ομιλήτες» και έκανε πολλούς Κρητικούς να γυρίσουν την πλάτη στον ΟΦΗ.

Δεν ήταν εύκολο να χωνευτεί από τους οπαδούς ότι η οικογένεια Βαρδινογιάννη χρηματοδοτούσε δυο ομάδες, πόσω μάλλον να έχουν οι Κρητικοί τη «ρετσινιά» της «θυγατρικής» και να αισθάνονται ότι χωρίς τον Παναθηναϊκό θα είχαν αυτοί τη μερίδα του λέοντος και δεν θα ήταν κομπάρσοι.

Το Σαλβάρι (Χλιαβάρι) Η Κρητικιά Βράκα

 A3


Στις αρχές του β΄ τετάρτου του 16ου αι. (1530 κ.ε.) που έκαμε την εμφάνισή της στην Κρήτη η γνωστή μας σήμερα βράκα, οι χωρικοί, με τη σιωπηρή ανοχή των Βενετών, ντύθηκαν με το νέο ρούχο. 

Στην αρχή φορούσαν τη θηλακοειδή βράκα λίγοι, αργότερα οι περισσότεροι, και το τελευταίο τέταρτο του 16ου αι., η θηλακοειδής βράκα, κυριάρχησε στην ύπαιθρο. 


Μόνο στις απρόσιτες κορυφές των Σφακίων, οι Σφακιανοί διατήρησαν την παλιά τους στολή, την κάρτσα (πανταλόνι πλατύ, μεταξύ βυζαντινού βρακού και περσικού σαραβάρου).


A2

 Μεγάλο ζήτημα έχει γεννηθεί και πολλές γνώμες γράφτηκαν για την προέλευση της βράκας αυτής. Ο Νικ. Πολίτης αποφαίνεται πως «δε είναι βέβαιον αν η βράκα ήτο γνωστή εις τους Κρήτες προ της τουρκικής κατακτήσεως». Με τη γνώμη Πολίτη τάσσονται και άλλοι επιστήμονες. 



Εν τούτοις έρευνα συγκριτική στο ένδυμα των λαών με τους οποίους η Κρήτη ήρθε σε σχέσεις, έστω και αρνητικές, οδηγεί στο συμπέρασμα πως ούτε οι Άραβες, ούτε οι Τούρκοι, ούτε βεβαίως, οι Βενετοί φορούσαν τη βράκα που φοριέται στην Κρήτη. 



Είναι αλήθεια πως στα καράβια του τουρκικού στόλου υπηρέτησαν βρακοφόροι με θηλακοειδή βράκα, αλλά οι βρακοφόροι αυτοί ήσαν ΄Ελληνες, νησιώτες ναυτικοί, που τους επιστράτευε ο σουλτάνος για να μανουβράρουν τα καράβια, όχι για να μάχονται.



Οι Τούρκοι που υπηρετούσαν στον τουρκικό στόλο φορούσαν, όπως φαίνεται σε πολλές εικόνες της εποχής, το κοινό ένδυμα για τους πολεμιστές του ναυτικού. Μη έχοντας λοιπόν τη βράκα, οι Τούρκοι, δεν την έφεραν, βέβαια, στην Κρήτη. 



Η βράκα κατά την τουρκική κατάκτηση, υπήρχε ήδη, όχι μόνο στην Κρήτη αλλά και σ' άλλα νησιά, στο παράλια της Πελοπονήσσου, της Μικράς Ασίας, ακόμη και της Θράκης. Το γεγονός αυτό επιτρέπει, ίσως, να πούμε πως η βράκα μεταδόθηκε από ναυτικούς, και τέτοιοι ήσαν οι Αλγερινοί κουρσάροι, που είχαν καταντήσει η μάστιγα της Μεσογείου.


Μια φυλή Αλγερινών, οι Ζουάβοι, φορούσαν θηλακοειδή βράκα (που, ίσως, είναι εξέλιξη περιζώματος τύπου των κατοίκων του Σιάμ το οποίον δίνει την εντύπωση βράκας). Τολμηροί ριψοκίνδυνοι και κερδοσκόποι οι Ζουάβοι δεν δίσταζαν να κατεβαίνουν από τα βουνά τους και να γίνονται πειρατές, όπως έκαναν και οι Μαροκινοί βουνήσιοι.

A1

Το ένδυμα αυτό το  παρέλαβαν και άλλοι κουρσάροι, οι κάτοικοι των παραλίων της Αλγερίας και αργότερα και της Τύνιδας. Η βράκα των κουρσάρων καπετάνιων των λαθρεμπόρων και των πλουσίων εμπορευμένων ήταν από τσόχα με πλούσια κεντήματα. 



Συνοδευόταν  από γιλέκο ή φέρμελα, φέσι με σαρίκι ή χωρίς σαρίκι, ζώνη φαρδιά, χαμηλές μπότες ή σκαρπίνια, με επίβλημα το μπουρνούζι ή το πολυτελές σάλι.
Αυτού του τύπου τη φορεσιά τη βλέπομε αργότερα διαδεδομένη στη Μεσόγειο. Παραλλαγές της είναι η βράκα της Κρήτης, η βράκα των νησιών του Αιγαίου, η βράκα των Ελλήνων ναυτικών. (Τον 16ο αιώνα φοριέται στη Γαλλική Αυλή από τους ευγενείς και τα «Παιδόπουλα» ένα καινούργιο είδος που λέγεται Greques, δηλαδή βράκα ραμμένη κατά τη μόδα των Ελλήνων).



Γιατί όμως άφησαν οι Ελληνες ναυτικοί την παλιά φορεσιά και φόρεσαν τη βράκα των Αλγερινών κουρσάρων; Και πως διαδόθηκε και επικράτησε η βράκα όχι μόνο στα παράλια αλλά και στην ενδοχώρα της Κρήτης;


Οι Κρήτες και οι άλλοι ΄Ελληνες ναυτικοί κάτω από τους Βενετούς ταξίδευαν προς κάθε κατεύθυνση, τόσο σαν ιδιώτες όσο και σαν μισθωτοί ή αγγαρευόμενοι. Ταξίδευαν όμως πάντα με το φόβο των τρομερών Αλγερινών πειρατών, ιδίως από την εποχή του Χαϊρεντίν Βαρβαρόσσα. 



Οι ιδιώτες μάλιστα ναυτικοί έχαναν εκτός από τη ζωή τους και τα εμπορεύματά τους και δεν ήταν λίγοι εκείνοι που καταντούσαν σκλάβοι στη Μπαρμπαριά. Έτσι, για να μη φαίνονται από μακριά πως διαφέρουν παρέλαβαν, πιθανόν, το φέσι και τη βράκα των κουρσάρων, για να μπορούν να πλέουν ανενόχλητοι, τουλάχιστον μέχρι που να γίνει γνωστό το τέχνασμα. Η μεταμφίεση δεν ήταν κάτι το ασύνηθες για τα ναυτικά ήθη της εποχής, και έχομε μια σοβαρή μαρτυρία από έκθεση του Προβλεπτού Φραγκίσκου Μοροζίνη. 



Μετά τους ιδιώτες ναυτικούς ίσως δε και τους εμπορευόμενους των παραλίων, θα φόρεσαν τη βράκα κι οι «κατεργάρηδες», οι αγγαρευόμενοι, που στρατολογούνταν από τους Βενετούς σ' όλη την Κρήτη. Αυτοί και ίσως και οι απελευθερωμένοι σκλάβοι, επιστρέφοντας στα χωριά τους, θα εξακολουθούσαν να φορούν τη βράκα, για λόγους οικονομικούς, όπως έκαναν και λίγο παλαιότερα οι απολυόμενοι του στρατού, που μέχρι να αποκτήσουν πολιτικό κοστούμι φορούν τα ρούχα του στρατού.



 Η ενδυμασία, όπως διαμορφώθηκε από τα μέσα του 16ου αι.,  η υπόδηση και το κάλυμμα της κεφαλής των κατοίκων της Κρήτης, Τούρκων, Ελλήνων και Εβραίων, με μικρές παραλλαγές από νομό σε νομό της Κρήτης, ήταν η ίδια. Κατάσαρκα φορούσαν σώβρακο, των αυτών διαστάσεων με τη βράκα, και πουκάμισο. 


Τα ενδύματα που αποτελούσαν την κρητική φορεσιά, η οποία εμπλουτίζονταν από το μαχαίρι και την καδένα, ήταν τα εξής:


α) Η βράκα, β) η ζώνη, γ) το γελέκι, δ) το μιτάνι, ε) το καπότο, στ) τα στιβάνια και
 ζ) το κάλυμμα της κεφαλής (φέσι ή σαρίκι).

A3


 Σαλβάρι (χλιαβάρι) -βράκα



Το σαλβάρι είχε όλα τα παραπάνω κομμάτια της κρητικής φορεσιάς. Η διαφορά από τη βράκα ήταν στην ποιότητα του υφάσματος κατασκευαζόταν μόνο από εκλεκτή τσόχα. Η βράκα μόνο από πανί χρώματος μαύρου.


Η κρητική φορεσιά, όπως είναι σήμερα γνωστή, άρχισε να διαμορφώνεται από τον 16ο αιώνα και ολοκληρώθηκε στα μέσα του 19ου αιώνα. Με την κρητική φορεσιά, με παραλλαγές, ντύνονταν όλοι οι κάτοικοι της    Κρήτης, Τούρκοι, Χριστιανοί και Εβραίοι, με εξαίρεση λίγων Ευρωπαίων Φραγκολεβαντίνων
                         
       Το σαλβάρι, που ήταν πανάκριβο και πολυτελέστατο ένδυμα, διαμορφώθηκε και επιβλήθηκε μετά την επανάσταση του 1821.    Το σαλβάρι που φορούσαν οι  μπέηδες και οι αγάδες είχε χρώμα κίτρινο (βαμμένο πιθανόν με ζαφορά), πράσινο και  μαύρο ενώ των χριστιανών κυανό.   Το σαλβάρι του Τούρκου, ήταν πράσινο, με ολομέταξη ζώνη χρώματος κόκκινου. Το σαλβάρι των Ελλήνων ήταν μπλε με ολομέταξη ζώνη χρώματος βυσσινί. Σαλβάρια φορούσαν μόνο οι πολύ πλούσιοι. Από το γεγονός αυτό δημιουργήθηκε η παροιμία: «Κάτσε μ’ εκείνον που φορεί σαλβάρι, να βάλεις κι εσύ βράκα».                     

                     
Από το μήκος της βράκας γνωρίζονταν και ξεχώριζαν οι   κάτοικοι των διαμερισμάτων της Κρήτης. Στις ανατολικές επαρχίες των νομών Ηρακλείου και Λασιθίου, η βράκα ήταν πολύ μακριά, ως τους αστραγάλους των ποδιών. Στις επαρχίες του νομού Ρεθύμνου, η βράκα, έφτανε πάνω από τη μέση της γάμπας. Στις επαρχίες του νομού Χανίων η βράκα έφτανε ως τη μέση της γάμπας, με μοναδική εξαίρεση τους κατοίκους της επαρχίας Σελίνου, των οποίων η βράκα  ήταν πολύ κοντή κι έφτανε ως τη μέση του μηρού.  

Z1


Το γιλέκο του χριστιανού είναι κόκκινο ενώ του μουσουλμάνου είναι πράσινο. Διαφορές υπήρχαν και στο κάλυμμα του κεφαλιού. Οι Τούρκοι στο κεφάλι τους φορούσαν φέσι, ύψους δέκα ε­κατοστών περίπου, ολοστρόγγυλο. Στη μέση της επίπεδης κορυφής του είχε φούντα από μαύρο μετάξι. 



Όταν οι Τούρκοι δεν φορούσαν φέσι, τότε στο κεφάλι τους τύλιγαν σαρίκι από άσπρο ή πράσινο ύφασμα, στριμμένο, υφασμένο στον αργαλειό, το οποίο ονόμαζαν μπουρμά και από το οποίο πήραν και το χαρακτηρισμό Μπουρμάδες (γυρισμένοι). 


Οι Τούρκοι, πολλές φορές, έκοβαν τα μαλλιά τους βαθιά κι άλλοι ξύριζαν το κεφάλι τους αφήνοντας πάνω από το μέτωπό τους λίγα μαλλιά, που τα έλεγαν «περτσέ»
Οι χριστιανοί στο κεφάλι τους φορούσαν φέσι ύψους περίπου τριάντα εκατοστών, από κόκκινη τσόχα, τσακισμένο στη μέση. 


Μια μεγάλη πυκνή φούντα από μαύρο μετάξι κρεμόταν από τη μέση της κορυφής του φεσιού κι έπεφτε στην αριστερή ωμοπλάτη. Πολύ σπάνια οι Έλληνες φορούσαν ατσάκιστο φέ­σι. Το ατσάκιστο φέσι λεγόταν τουρλωτό. Σε περίοδο πένθους το φέσι επενδυόταν με μαύρο πανί ή τούλι.              
Οι περισσότεροι Έλληνες δεν φορούσαν φέσι, αλλά κάλυμμα της κεφαλής τους είχαν το σαρίκι που κατασκευαζόταν από μαύρο ύφασμα. 


Το δέσιμο του σαρικιού των Τούρκων και Ελλήνων ήταν πολυποίκιλο. Διέφερε όχι μόνο από νομό σε νομό, αλλά και από επαρχία σ’ επαρχία κι ακόμη από χωριό σε χωριό της ίδιας επαρχίας.


 Οι Τούρκοι φορούσαν κόκκινο ή άλλο χρώμα (πολύχρωμο), οι χριστιανοί φορούσαν μαύρο ή λευκό μαντίλι, το «κρουσαλιδάτο» μαντίλι με τα κρόσια τα οποία συμβολίζουν τα δάκρυα για την άλωση της Πόλης ή το θρήνο των χριστιανών για τους νεκρούς του Αρκαδίου, κατά μια άλλη εκδοχή.



Η ζώνη των Τούρκων ήταν κόκκινη καθώς και των Σφακιανών,σύμφωνα με τον Κ. Φουρναράκη, των Ελλήνων μαύρη ή σκουρόχρωμη. Γενικά οι Τούρκοι προτιμούσαν για τα ενδύματά τους ζωηρά  χρώματα σε αντίθεση με τους Έλληνες. 


Όταν οι Έλληνες φορούσαν σαλβάρι, τα στιβάνια τους (από το ιταλικό stivale) ήταν άσπρα, εκτός εάν είχαν πένθος, οπότε τα στιβάνια ήταν μαύρα. Όταν οι Τούρκοι φορούσαν σαλβάρι, τα στιβάνια τους ήταν από κόκκινο δέρμα, από εκεί χαρακτηρίζονται και ως «Κοκκινοπαπουτσάδες» ή και κίτρινα, χρώματα απαγορευμένα για τους χριστιανούς, παρά μόνο για τους Τούρκους, τους ξένους διπλωμάτες και τους προστατευόμενούς τους. Σπάνια Τούρκοι και Έλληνες φορούσαν, αντί στιβάνια, γόβες με μακριές πλουμιστές κάλτσες.



Όταν Κρητικοί, Έλληνες και Τούρκοι, ήθελαν να βαδίσουν γρήγορα ή να τρέξουν ή στις μάχες να κάμουν γιουρούσι, τότε, για να μην πέσει το φέσι τους με το τρέξιμο, το κρατούσαν στα δόντια τους και συγχρόνωςαναμπούκωναν τη βράκα τους και τα μανίκια του πουκάμισου τους.



Το αναμπούκωμα της βράκας γινόταν ως εξής: Σήκωναν ψηλά το τέλος της βράκας και το έδεναν στερεά με τη ζώνη. Μ' αυτό το δέσιμο το βάδισμα γινόταν πιο ελεύθερο. Τα μανίκια τ' αναδίπλωναν (αναμπούκωναν) ως τα μέσα του βραχίονα.
Το αναμπούκωμα και το  κράτημα στα δόντια του φεσιού, αναφέρεται και περιγράφεται σε στίχους του ριζίτικου  τραγουδιού της Μάχης του Θέρισου (4 Ιουλίου 1821):



...Και παίρνουνε το ρίζωμα δρομένοι μανισμένοι
 φτάνουν τσή Κόρης το νερό κι' ήσανε διψασμένοι.
 Και σαν απόπιανε νερό μπιρντέτι ξεκινούσι
και βγάνουν και τα φέσια των, στα δόντια τα βαστούσι.
 Κι' αναμπουκώνεται ό Σαρρής καί κάνει τον σταυρόν του
 Και  εφώναξε των αλλωνών...
Z2
Καθώς και στα Απομνημονεύματα του Κ. Κριτοβουλίδου:
...Εις δ' εξ αυτών, ό γενναιόκαρδος Σαρρηδαντώνης, με πολλήν συγκίνησιν άνέκραξεν «Ας όρμήσωμεν καί ας πέσωμεν επάνω των παρευθύς όσοι ίχομεν βάπτισμα επάνω μας...». Ταχέως δ'άπαντες, άφελόντες τα της κεφαλής των καλύμματα καί κρατούντες αυτά είς τους οδόντας των, ως συνηθίζουσι τούτο οί Κρήτες είς παρόμοιας ορμητικός επιθέσεις, ατρόμητοι...


Απαραίτητο συμπλήρωμα της ενδυμασίας είναι και  ο «πασαλής» ή «μπασαλής», το μαχαίρι, η θέση του οποίου, στην επίσημη φορέσια, ονομάζεται φουκάρι. Η σκαλισμένη ημισέληνος πάνω στο μαχαίρι, δήλωνε τον μουσουλμάνο κάτοχο και ο σταυρός το χριστιανό.


Μετά την επανάσταση του 1821, την περίοδο της Αιγυπτιοκρατίας (1830-1840) και με την παραχώρηση περισσότερων, δικαιωμάτων στους χριστιανούς (Χάττι Χουμαγιούν, 1856), οι διαφορές στα ενδύματα τείνουν να εξαλειφθούν και εξαρτώνται, κύρια,  από την κοινωνικο-οικονομική θέση των κατόχων τους και τις περιστάσεις (καθημερινότητα, γάμοι κ.τ.λ.), κατά τις οποίες χρησιμοποιούνται.


Ο Φουρναράκης αναφέρει πως, όταν εμφανίστηκε στα Χανιά ο Κονδυλάκης το 1879, η στολή του έμοιζε με«Ηρακλειωτικήν τουρκικήν». Ο Κονδυλάκης ισχυρίζεται ότι στο Ηράκλειο η φορεσιά των χριστιανών δε διαφέρει και πολύ από των «Τούρκων», ώστε θα μπορούσαμε τη φορεσιά να την πούμε μόνο «ηρακλειώτικη»



Από το τέλος του 19ου αιώνα, αλλά κυρίως από τις αρχές του 20ού, οι κάτοικοι της Κρήτης, Έλληνες, Τούρκοι και Εβραίοι, άρχισαν ν' αντικαθιστούν την παραδοσιακή φορεσιά της βράκας και του σαλβαριού, με την ευρωπαϊκή: πανταλόνι, σακάκι, παπούτσι και καπέλο. 


Η αντικατάσταση γινόταν με βραδύ ρυθμό μέχρι το έτος 1920 και ταχύτερο μετά το έτος αυτό.
Όσοι παρέμεναν πιστοί στην παραδοσιακή φορεσιά της βράκας, με μεγάλη δόση περιφρόνησης και ειρωνείας, ονόμαζαν όσους άλλαζαν φορεσιά και ντύνονταν με πανταλόνι «ψαλιδόκωλους».