
Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2024
Ο Φυσικός Πλούτος Του Χωριού Φόδελε

Ο ιερός ναός Αγίων Κωσταντίνου και Ελένης και το Μνημείο της Παιδικής Στέγης στο Ρέθυμνο
Στην αίθουσα του Ιερού Ναού των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης λειτουργεί έκθεση φωτογαφιών και ενθυμίων από την Παιδική Στέγη.
Η Παιδική Στέγη «Άγιος Νικόλαος» ιδρύθηκε το 1962 από τον παπα-Γιάννη Πίτερη και μια ομάδα συνεργατών-ενοριτών του. Χωρίς οικονομικούς πόρους και μόνο με φιλανθρωπίες και χορηγίες προσέφερε φιλοξενία, στοργή και προστασία, μέσα σε χριστιανικό περιβάλλον, σε χιλιάδες παιδιά της επαρχίας που φοιτούσαν στα Γυμνάσια της πόλης του.
Σήμερα, τα παιδιά της Παιδικής Στέγης, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης, αφιερώνουν το Μνημείο της Παιδικής Στέγης στη μνήμη των αιδίμων π. Ιωάννου Πίτερη και των συνεργατών του.
Η Επιτροπή Ανεγέρσεως του Μνημείου, που είχε τη σχετική πρωτοβουλία και έφερε εις πέρας το εγχείρημα αυτό, αποτελείται από τους: Γεώργιο Ματθαιακάκη, Επαμεινώνδα Κόκκινο, Κωνσταντίνο Καλλέργη, Ειρήνη Κουρνιανού-Τζανουδάκη, Ιωάννα Ταταράκη-Σταυρακάκη και Γεωργία Γεωργουλάκη-Καραβάνου.
Ο αείμνηστος ιερέας Ιωάννης Πίτερης ήταν ένας Άνθρωπος που άφησε ανεξίτηλη την σφραγίδα του στο Ρέθυμνο, ενός ανθρώπου που σκόρπισε αγάπη και την πήρε πίσω πολλαπλάσια επί δεκαετίες.
Μπορεί να έφυγε, παραμένει όμως ζωντανός στη θύμηση όλων όσων τον γνώρισαν και είχαν την ευκαιρία να τον ζήσουν από κοντά.
Ο αείμνηστος ιερέας Ιωάννης Πίτερης τιμήθηκε στην εκδήλωση που οργάνωσαν η Μητρόπολη Ρεθύμνης και Αυλοποτάμου και η επιτροπή ανέγερσης του μνημείου της «Παιδικής Στέγης» για την ίδρυση και το έργο της Παιδικής Στέγης Άγιος Νικόλαος.
Εθελοντική αιμοδοσία στο Δημαρχείο Χανίων: την Τετάρτη 10 Ιανουαρίου
Με σύνθημα «Δώσε αίμα, χάρισε ζωή» διοργανώνεται εθελοντική αιμοδοσία την Τετάρτη 10/1/2024, από τις 9.00 έως τις 14.00, στο Δημαρχείο Χανίων.
Τα Βυζαντινά Τείχη της πόλης της Ιεράπετρας
Υπολείμματα από το Βυζαντινό τείχος της Ιεράπετρας. Το τείχος εκτείνεται σε μήκος περίπου 150 μέτρων (όχι συνεχόμενα) στις παρυφές του πάρκου κυκλοφοριακής αγωγής της Ιεράπετρας, στο ΝΔ άκρο της πόλης κοντά στην τεχνητή λίμνη «Ναυμαχία».
Προφανώς πρόκειται για κατάλοιπα επιθαλασσίου τείχους.
Τμήματα της οχύρωσης σώζονται και εντός του πάρκου.
Ιστορία
Η Ιεράπετρα κατά την αρχαιότητα είχε το όνομα Ιεράπυτνα . Η θέση της πρέπει να ήταν 1 χιλιόμετρο πιο μέσα σε σχέση με τη σημερινή πόλη. Η πόλη αναπτύχθηκε ιδιαίτερα κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο όταν εξελίχθηκε σε σημαντικό λιμάνι. Παρεμπιπτόντως, τότε πιστεύεται ότι δημιουργήθηκε και η τεχνητή λίμνη Ναυμαχία, που σύμφωνα με μια άποψη χρησίμευε για την αναπαράσταση ναυμαχιών στα πλαίσια των θεαμάτων που συνήθιζαν να προσφέρουν οι Ρωμαίοι στο λαό.
Η πόλη αναφέρεται με παραπλήσιο όνομα, ως Ιεράπυδνα και στον Συνέκδημο του Ιεροκλέους (κατάλογος των πόλεων της αυτοκρατορίας του 532 μ.Χ. περίπου). Αυτό πρέπει να ήταν το Βυζαντινό όνομα της πόλης όπως μαρτυρείται και από άλλες πηγές (που πάντως είναι πολύ περιορισμένες).
Δυστυχώς δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες για το Βυζαντινό παρελθόν της Ιεράπυδνας. Το όνομα «Ιεράπετρα» προέκυψε πολύ αργότερα, προς το τέλος της Ενετοκρατίας.
Τα Βυζαντινά τείχη ανήκουν σίγουρα στην πρώτη Βυζαντινή περίοδο της Κρήτης, δηλαδή κατασκευάστηκαν πολύ πριν από την Αραβική κατάκτηση του 9ου αιώνα. Τα σωζόμενα τείχη ήταν προφανώς μέρος του οχυρωματικού περιβόλου που προστάτευε το λιμάνι και το θαλάσσιο μέτωπο της πρωτοβυζαντινής πόλης.
Η τεχνολογία κατασκευής και το είδος της τοιχοποιίας μοιάζουν πολύ με άλλα κάστρα της πρωτοβυζαντινής περιόδου όπως λόγου χάρη της Νικόπολης ή τμημάτων των τειχών Θεσσαλονίκης. Συνεπώς είναι πιθανό τα τείχη να κατασκευάστηκαν τον 4ο ή 5ο αιώνα και σίγουρα ενισχύθηκαν (ή χτίστηκαν) περί τα μέσα του 6ου αιώνα επί Ιουστινιανού, όταν υλοποιήθηκε ένα μεγάλο πρόγραμμα επισκευών και φρουριακών κατασκευών σε όλη την αυτοκρατορία.
Με άλλα λόγια, η οχύρωση αυτή στην Ιεράπετρα είναι ίσως η μοναδική περίπτωση στην Κρήτη στην οποία μπορεί να αποδοθεί ο χαρακτηρισμός «Ιουστινιάνειο τείχος».
Τα Βυζαντινά τείχη πρέπει να καταστράφηκαν ή να περιέπεσαν σε αχρηστία είτε όταν η Κρήτη κατελήφθη από Σαρακηνούς είτε λίγο πριν, στο μεγάλο σεισμό του 796 μ.Χ. Από τότε τα τείχη δεν επισκευάσθηκαν και δεν φαίνεται να χρησιμοποιήθηκαν ξανά, ακόμα κι όταν η Κρήτη ανακτήθηκε από τους Βυζαντινούς. Ούτε, αργότερα, οι Ενετοί (13ος-17ος αι.) ασχολήθηκαν με την οχύρωση της πόλης πέρα από την κατασκευή του Καλέ της Ιεράπετρας. Ο Ενετός Προβλεπτής Benedetto σε έκθεση του στη σύγκλητο της Βενετίας το 1602 βεβαιώνει οτι η Ιεράπετρα δεν προστευόταν από τείχος.
Αντίθετα οι Οθωμανοί που κατέλαβαν την Ιεράπετρα το 1647 έχτισαν μια πλήρη οχύρωση γύρω από την πόλη για να αποτρέψουν τυχόν επιστροφή των Ενετών. Τα τείχη αυτά περιέβαλλε θαλάσσια τάφρος πλάτους 2,5μ. (μέρος της οποίας πρέπει να ήταν και η «Ναυμαχία»). Από τα Οθωμανικά τείχη της πόλης δεν έχει μείνει σχεδόν τίποτα γιατί γκρεμίστηκαν με πανηγυρικό τρόπο μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους το 1899....
Τα Βυζαντινά τείχη της Ιεράπετρας έγιναν αντικείμενο αρχαιολογικής έρευνας, ανασκαφής και αποκατάστασης του χώρου σχετικά πρόσφατα, την περίοδο 2006-2008.
Πηγές
Νίκος Μ. Γιγουρτάκης, άρθρο στην ιστοσελία archaiologia.gr - Οχυρώσεις της Κρήτης (Μέρος 2ο), 8 Ιουνίου 2015
Ιστοσελίδα blog your heritage-ΕΠΑΛ Ιεράπετρας - Τα Βυζαντινά Τείχη της πόλης
Πληροφορίες και επισήμανση θέσης: Παύλος Λιοντάκης
Έν νέο πόνεμα γέννησε ο Αντώνης Κουκλινός που έχει ήδη βρεί το δρόμο του στις καρδιές των χιλιάδων φίλων του συγγραφέα.
Έν νέο πόνεμα γέννησε ο Αντώνης Κουκλινός που έχει ήδη βρεί το δρόμο του στις καρδιές των χιλιάδων φίλων του συγγραφέα.
Σε προσωπική του ανάρτηση στο Φέισμπουκ ο ίδιος αναφέρει
Δέκα βιβλία μου, ταξιδεύουν αύριο για το χωργιό μου τη Γρηγοριά.
Το Φρούριο Ιναντιγιέ Στο Προάστιο Φορτέτσα Του Ηρακλείου
Ελάχιστα υπολείμματα από φρούριο που έχτισαν οι Οθωμανοί για την στρατοπέδευσή τους κατά την μακρόχρονη πολιορκία του Ηρακλείου (τότε Χάνδακα) τον 17ο αιώνα.
Το φρούριο βρισκόταν στο σημερινό προάστιο Φορτέτσα του Ηρακλείου, σε λόφο κοντά στο Βενιζέλειο νοσοκομείο. Σε διάφορες πηγές αναφέρεται ότι η επιλογή της θέσης έγινε για να βομβαρδίζονται από εκεί τα τείχη του Χάνδακα. Αυτός μάλλον ήταν δευτερεύων λόγος. Ο κύριος λόγος που χτίστηκε το κάστρο ήταν η στρατοπέδευση των πολιορκητών το χειμώνα και η θέση πρέπει να προτιμήθηκε γιατί πρόσφερε ασφάλεια από τις αιφνιδιαστικές επιθέσεις των αντιπάλων δίνοντας παράλληλα τη δυνατότητα εύκολης επιτήρησης της πολιορκημένης πόλης και του λιμανιού.
Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι σε τέτοιες μακρόχρονες πολιορκίες οι πολιορκητές συνήθως δεν περικύκλωναν μόνιμα την πόλη από όλες τις πλευρές, αλλά την έλεγχαν από κάποιες οχυρές θέσεις. Όπως το φρούριο στην Φορτέτσα.
Οι Οθωμανοί ονόμασαν το φρούριο αυτό Kal’a-ı Cedid που σημαίνει καινούργιο κάστρο. Αργότερα επικράτησε η ονομασία Ιναντιγιέ που παραπέμπει στην αποφασιστικότητα ή το γινάτι (τουρκιστί ινάντ) που επέδειξαν οι πολιορκητές...
Στις ενετικές αναφορές το κάστρο ονομάζεται “Fortezza Città del Turco” και αργότερα “ Nuova Candia”. H τελευταία ονομασία δόθηκε προφανώς περιπαικτικά, καθώς μέσα και γύρω από το νέο φρούριο αναπτύχθηκε γρήγορα ένας απερίγραπτος και πολυπληθέστατος μαχαλάς που ερχόταν σε αντίθεση με τη φινέτσα της κανονικής Candia.
Το όνομα «Φορτέτσα» έμεινε από τότε στην περιοχή, η οποία αναφέρεται και σαν «Κάτω Φορτέτσα».
Οι Τούρκοι αποβιβάστηκαν στην Κρήτη το 1645 και μέχρι το 1648 είχαν καταλάβει το μεγαλύτερο μέρος του νησιού εκτός από μερικά κάστρα και από τον Χάνδακα.
Η πολιορκία του Χάνδακα κράτησε 21 χρόνια: από την 1η Μαΐου του 1648 μέχρι τις 25 Αυγούστου του 1669. Είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια πολιορκία στην παγκόσμια ιστορία.
Οι Οθωμανοί έκοψαν το νερό (καταστρέφοντας τον αγωγό που έφερνε νερό από την Κνωσό) και βομβάρδισαν την πόλη χωρίς όμως επιτυχία. Οι τουρκικές επιθέσεις και οι βομβαρδισμοί συνεχίστηκαν τις επόμενες δύο δεκαετίες αλλά πάντα χωρίς αποτέλεσμα. Ένας βασικός λόγος που οι Ενετοί μπόρεσαν να αντισταθούν επί τόσο καιρό ήταν ότι ο στόλος τους μπλόκαρε τα Δαρδανέλια εμποδίζοντας με αυτό τον τρόπο τον ανεφοδιασμό και την ενίσχυση των εχθρικών δυνάμεων.
Διοικητής των Τούρκων ήταν ο Γκαζί Ντελή Χουσεΐν πασάς (μέχρι το 1658). Το καλοκαίρι του 1649 ο Χουσεΐν πασάς αντιμετώπισε μια ανταρσία των γενιτσάρων που αρνήθηκαν να περάσουν ακόμα ένα χειμώνα στα χαρακώματα γύρω από την πόλη και ζήτησαν να αποχωρήσουν. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος ο Χουσεΐν ζήτησε και πήρε άδεια από το σουλτάνο να κτίσει το φρούριο.
Η κατασκευή του φρουρίου άρχισε τον Απρίλιο του 1650 και ολοκληρώθηκε μέσα σε τρεις μήνες.
Καθώς η πολιορκία συνεχίστηκε για πολλά χρόνια, το φρούριο εξελίχθηκε σε διοικητικό κέντρο των Οθωμανών αλλά και σε επίκεντρο της κοινωνικής ζωής.
Στα βόρεια και δυτικά του φρουρίου αναπτύχθηκε ένας οικισμός που σύμφωνα με τον Εβλιγιά Τσελεπή αποτελούνταν από 77,000 σπίτια, επτά τζαμιά χωρίς μιναρέ, 40 μικρά τεμένη, πέντε σχολεία, δύο τεκέδες, έξι μικρά χαμάμ, επτά χάνια και 2,000 μαγαζιά. Δηλαδή μια τεράστια πόλη για τα μεγέθη της εποχής. Το σύνολο των κτισμάτων ήταν από ευτελή υλικά, καθώς όλα αυτά υποτίθεται πώς ήταν προσωρινά.
Τελικά αποδείχθηκε πως πραγματικά ήταν προσωρινά καθώς το 1669, στην τελική φάση της πολιορκίας ο Μεγάλος Βεζίρης Κιοπρουλού Φαζίλ Αχμέτ πασάς διέταξε την ολοκληρωτική καταστροφή του οικισμού. Αυτό έγινε με την πρόφαση της χρησιμοποίησης των υλικών σε διάφορες πολιορκητικές κατασκευές (διώρυγες, τούνελ κ.ά.) αλλά ο βασικός λόγος πρέπει να ήταν ότι ήθελε να ξεβολέψει τους πολιορκητές και να τους κάνει να συνειδητοποιήσουν ότι πρέπει να πετύχουν το στόχο τους.
Η πόλη παραδόθηκε τελικά τον Αύγουστο του 1669. Την απόφαση πήρε ο Ενετός επικεφαλής Φραντσέσκο Μοροζίνι, μετέπειτα κατακτητής του Μοριά και Δόγης (και καταστροφέας του Παρθενώνα). Στους εναπομείναντες 3600 χριστιανούς κατοίκους επετράπη να αποχωρήσουν ειρηνικά.
Σύμφωνα με τον Τσελεμπή, μετά την παράδοση του Χάνδακα, το φρούριο Ιναντιγιέ γκρεμίστηκε. Αυτό δεν πρέπει να είναι σωστό καθώς το 1692 αναφέρεται ότι εκεί έδρευε μια μονάδα γενιτσάρων και κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα καταγράφονται τρεις επισκευές. Το βέβαιο είναι ότι παραμελήθηκε και έχασε τελείως τη σπουδαιότητά του και ίσως να γκρεμίστηκε ή να αφέθηκε να ρημάξει τελείως τον 19ο αιώνα. Σταδιακά στη θέση του χτίστηκαν νεώτερες κατασκευές και οικισμοί.
Σύμφωνα με περιγραφή από τον Τούρκο περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή που επισκέφτηκε την Κρήτη το 1667-1668, το φρούριο είχε πενταγωνικό σχήμα και περίμετρο 3.050 βημάτων. Διέθετε επίσης επιχωμάτωση πλάτους και ύψους δέκα βημάτων. Είχε τέσσερις πύλες: την πύλη του Χάνδακα στη βόρεια πλευρά, την πύλη του Βουνού προς τη μεριά του όρους Γιούχτα την πύλη του Βαροσιού στη δυτική πλευρά και μια ακόμα πύλη στην ανατολική πλευρά.
Στο εσωτερικό του φρουρίου υπήρχαν 500 λιθόκτιστα σπίτια. Το φρούριο διέθετε οπλαποθήκη, αποθήκες σιτηρών, δεξαμενές νερού, και φυλάκια περιμετρικά. Η μόνιμη φρουρά του αποτελούνταν από 300 άνδρες.
Ο Τσελεμπή αναφέρει ότι το φρούριο είχε πέντε προμαχώνες. Οι χάρτες των Βενετσιάνων δείχνουν έξι προμαχώνες αλλά παράλληλα υπάρχουν επισημάνσεις ότι λόγω του προχειρότητας της κατασκευής, το υπόστρωμα ήταν σαθρό και η κατασκευή καθόλου στέρεη με αποτέλεσμα να σημειώνονται κατολισθήσεις και καταστροφές της οχύρωσης, πράγμα που εξηγεί γιατί ο Τσελεμπή είδε έναν προμαχώνα λιγότερο.
Ο Τσελεμπή επίσης επισημαίνει ότι μέσα στο φρούριο υπήρχαν πέντε τζαμιά αλλά αναφέρει ονομαστικά μόνο το τζαμί του Σουλτάνου Ιμπραήμ, το οποίο όμως δεν χρησιμοποιήθηκε σαν τζαμί αλλά σαν πυριτιδαποθήκη. Το τζαμί του σουλτάνου Ιμπραήμ στη Φορτέτσα καταστράφηκε μετά την παράδοση του Χάνδακα και επανιδρύθηκε στο ναό του Αγίου Πέτρου μέσα στην πόλη. Σημειωτέον ότι κανένα τζαμί στο φρούριο και στο βαρόσι δεν είχε μιναρέ για να μη δίνουν στόχο στο πυροβολικό των Ενετών.
Πηγές
ΣΤΕΡΙΩΤΟΥ ΙΩΑΝΝΑ, «Νέα Στοιχεία για το φρούριο των Τούρκων Νέα Κάντια στον οικισμό Φορτέτζα του Ηρακλείου», Κρητικά Χρονικά, 26, 1986, 137-151
Elias Kolovos, “A TOWN FOR THE BESIEGERS: SOCIAL LIFE AND MARRIAGE IN OTTOMAN CANDIA OUTSIDE CANDIA (1650-1669)”, Halcyon Days in Crete VI, A symposium held in Rethymno, 13-15 January 2006, Crete UNIVERSITY PRESS, page103, and online here
Πληροφορίες από τον κ. Ιωάννη Δέδε














