Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2024

Το Υδραγωγείο Του Μορoζίνι

 2


Το υδραγωγείο του Μορoζίνι είναι ίσως το μεγαλύτερο και ωραιότερο έργο ύδρευσης της Ενετοκρατίας και απάλλαξε τους κατοίκους του ενετικού Χάνδακα από τη μακραίωνη λειψυδρία. 

Είχε μήκος 15 χιλιόμετρα περίπου ξεκινώντας από τις βόρειες υπώρειες του Γιούχτα για να καταλήξει στην οκτάλωβη κρήνη του Μοροζίνι ή κατά το λαϊκότερον "Λιοντάρια". 

Σωζόταν σχεδόν ολόκληρο μαζί με τις μεταγενέστερες μετασκευές και προσθήκες μέχρι το Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Από το υδραγωγείο του Μοροζιìνι υδρευόταν το Ηράκλειο μέχρι το 1927!.

IMG_1795

IMG_1798

IMG_1809
IMG_1796

IMG_1797

IMG_1800

IMG_1811

IMG_1812
Στο υδραγωγείο συγκεντρώνονταν τα νερά από τρες πηγές των Αρχανών: των Πελεκητών, του Αγίου Γεωργίου και του Καρυδακίου (κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας στο υδραγωγείο διοχετεύτηκαν κι άλλες πηγές).
Με πέτρινο αγωγό συνολικού μήκους 15 χιλιομέτρων τα νερά οδηγούνταν, μέσω Συλάμου και Φορτέτσας, στην κεντρική πλατεία του τότε Χάνδακα (σημερινού Ηρακλείου), στην κρήνη των Λιονταριών.

main_image_1_179_orig
Πάνω στην υδατογέφυρα Καρυδακίου υπάρχει ακόμη επιγραφή στα Λατινικά, με ημερομηνία 1627. Τα εγκαίνια του υδραγωγείου του Μοροζίνι έγιναν ένα χρόνο αργότερα, το 1628, την ημέρα της γιορτής του Αγίου Μάρκου, προστάτη της Βενετίας, στην πλατεία των Λιονταριών.

DSC04863
Μέχρι και σήμερα οι επισκέπτες της περιοχής θαυμάζουν την περίτεχνη γέφυρα, στη θέα της κάνουν μια μαγευτική διαδρομή στο παρελθόν και ο χρόνος τούς "γυρίζει" πολλούς αιώνες πίσω, στην περίοδο των Ενετών...
IMG_0460

9372_b

IMG_0461

IMG_9650

Το Κνωσανό Φαράγγι ( ή φαράγγι της Αγ. Ειρήνης )  αποτελεί φυσική  συνέχεια  του  όρους του Γιούχτα. Εκτείνεται  νότια  των  Αρχανών  (Aγιος Μάμας),  διατρέχει  τον   οικισμό  των Αρχανών στη θέση Κάτω Μύλος, την  περιοχή  Μυριστή, την   Καρυδοκιανή  υδατογέφυρα, την υδατογέφυρα της Αγίας Ειρήνης  (Σπήλια)  με  συνολικό μήκος  διαδρομής 5,7χλμ. και συνεχίζει  βόρεια  περνώντας  από  την  Κνωσό.   



A

Το  διασχίζει    ο    χείμαρρος   Καίρατος  ή  Κατσαμπάς ο  οποίος περνώντας από  την  Αγία Ειρήνη  και  την Κνωσό  καταλήγει στη  θάλασσα στην περιοχή Κατσαμπά. 

IMG_6235

IMG_6236

IMG_6242

B

D

DSC06119

DSC04847
E

%25CE%2593
DSC04628

viaduct02b


ΕΓΧΡΩΜΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ / ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ
ΑΣΠΡΟΜΑΥΡΗ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ - ΒΙΚΕΛΑΙΑ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

Γιάννης Μετζικώφ Και Οι Τρεις Κάμαρες: Μία Εξομολόγηση

 Γεννήθηκα σ'ένα χωριό στην Κρήτη, φτωχό και απομονωμένο κοντά στους γκρεμούς της Γραμβούσας, δυτικά, εκεί που τελειώνει το νησί, όταν ο πατέρας μου, που ήταν χωροφύλακας πήρε μετάθεση απ τα Χανιά και πήγε εκεί με τη μάνα και τ αδέλφια μου. 


Η μάνα μου μιά ντελικάτη Αθηναία, δεν συμπάθησε ποτέ την Κρήτη και αυτό το καταλάβαινες στις παραπονεμένες ιστορίες για τα αλησμόνητα παιδικά της χρόνια και για τις αλλαγές που επακολούθησαν και βρέθηκε εδώ στην άκρη του ... κόσμου. 


Ομως εγώ, εκεί, στην άκρη του ...κόσμου πρωτογνώρισα τα σημάδια της καλλιτεχνικής δημιουργίας με ένα τρόπο εξαιρετικά άμεσο και οικείο, όταν ακόμα δεν ήξερα το εύρος της λαϊκής έκφρασης και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του κάθε τόπου, που αργότερα θα γίνουν ο τρόπος, η γραφή, το ύφος και η δύναμη κάθε καλλιτέχνη, που γεννιέται εκεί. 


Αν η τέχνη προχωράει μπροστά έχοντας στραμμένο το βλέμμα προς τα πίσω, τότε σίγουρα ποτέ δεν θα πάψω να κουβαλάω μέσα μου την Κρήτη της σκέψης και της μνήμης μου σε ότι κι αν κάνω. Μια μνήμη αχανής που είναι συγχρόνως η φύση μου, ο χώρος του μύχιου εαυτού μου, που από μόνη της τελικά προσδιορίζει το ποιός είμαι!


10273485_552230121552143_5101643950838825433_n


Εκεί λοιπόν, πολύ μικρός, ένοιωσα τα πρώτα γοητευτικά ερωτήματα πάνω στην έννοια της ομορφιάς και την ανάγκη να συμμετέχω σαυτή τη διαδικασία έστω και σαν παρατηρητής, ακριβώς γιατί η τέχνη με μιά απ τις μορφές της γινόταν μες το ίδιο μου το σπίτι, την καταπιάνονταν οι άνθρωποι που γνώριζα και αγαπούσα, απαράλαχτα ίδια, όπως γενιές αμέτρητες πριν απ αυτούς, σαν μια ανάγκη και η ανάγκη μας να εκφραστούμε γεννιέται μαζί μας, σαν το παιδάκι που πριν γράψει και μετρήσει, ζωγραφίζει.


 Καταπιάνεται με την τέχνη προσπαθώντας να προσδιορίσει τη θέση του, αντιμέτωπο με το θαύμα του κόσμου μέσα στον οποίο ήρθε και ζει!
Εκείνα τα μεταπολεμικά απογεύματα των μεγάλων ξενητεμών, μέσα από τις δροσερές αυλές που ήτανε γεμάτες ανθισμένους γαζοντενεκέδες, ήταν στο σπίτι μας μια φωτεινή κάμαρα που μαζεύονταν παρέες γυναικών ν αποσπερίσουνε, με τα κουσούνια στην ποδιά και πλέκανε τα φημισμένα κοπανέλια, αχειροποίητες δαντέλες, με σχέδια που έκρυβε η μιά απ την άλλη και που ποτέ δεν άπλωναν στο σπίτι τους ,μόνο τις φύλαγαν ευλαβικά μες τα συρτάρια , σαν νάτανε αταίριαστο το στόλισμα στην μίζερη, φτωχειά ζωή τους, και τάφηναν ανέγγιχτα για τα παιδιά τους, σαν ευχή για την καλύτερη ζωή, που ίσως τα περίμενε. 


Μέρες, ατέλειωτες ώρες, μήνες, ερχόταν ο χειμώνας για να τελειώσει αυτό που κράταγε η κάθε μία. Εκεί, πρώτη φορά εγώ, ένοιωσα πως ο χρόνος έχει άλλη σημασία και τρέχει αλλιώς μες τη δουλειά που αγαπάμε και πως το καλό αποτέλεσμα έχει το αντίτιμο μιάς ολόψυχης κατάθεσης του χρόνου σου. 


Πολλά χρόνια μετά, όταν ήμουν νεαρός, η Ειρήνη Παπά μου είπε μιά σπουδαία κουβέντα, που έχει μεγάλες διαστάσεις αν την αναλύσουμε γιατί έχει πάνω από όλα σχέση με τον χρόνο. Μου είπε΄ Όταν δουλεύεις στο θέατρο προσπάθησε να δουλεύεις όπως οι λαϊκοί τεχνίτες.
Η μάνα μου ήτανε μοδίστρα, η μάλλον δασκάλα που δίδασκε κοπτική, είχε τελειώσει εδώ στου Τσοπανέλλη και εκεί στην Κρήτη τις πηγαίναν τα κορίτσια τους για να τα μάθει ράψιμο. Ετσι εκεί στη δεύτερη κάμαρα, που είχε κι ένα βορεινό παράθυρο, έβαλε ένα πάγκο και μιά ακέφαλη κούκλα και στριφογυρίζανε όλες γύρω της καρφιτσώνοντας απάνω της ψαλιδισμένα χαρτιά με μεγάλη προσοχή. 


Σαυτή την κάμαρα γινότανε μεγάλο πηγαινέλα. Οι διαθέσεις αλλάζανε απο την μια στιγμή στην άλλη, πράγμα που έκανε δύσκολο να προσαρμόζω την παιδική μου συμπεριφορά παρά τα άγρια βλέμματα. Εφθανε σαν παράδειγμα η χήρα και βάραινε η ατμόσφαιρα. Κρύο νερό και λίγα λόγια, αναστεναγμοί και ψίθηροι, σιωπή και παρηγόριες, της βάζανε το μισοτελειωμένο μαύρο ρούχο και κάναν από σέβας πως πενθούσανε μαζί της όλες. Δεν πίστευα τα μάτια μου τι συμφορά μας βρήκε στα καλά καθούμενα. Για λίγο όμως. 



Γιατί σε λίγο όλα αλλάζανε, αφού ερχότανε η νύφη, μαντινάδες και συγχαρητήρια, άνοιγαν και θαυμάζανε το αγοραστό πανί, τα τούλια, τα υπονοούμενα, οι ευχές, οι σουμάδες, τα πνιχτά γέλια, μια άλλη εικόνα, ένα άλλο ρούχο, μιά άλλη παράσταση. Ενα μονόπρακτο κάθε φορά. Ενα φουστάνι φόρεσε ένας άνθρωπος και άλλαξε ο κόσμος όλος!




Πιο μεσα, πριν απ την πίσω αυλή, ήταν η τρίτη κάμαρα, η πιο μικρή, που μένανε δύο θειάδες μου, που είχανε εκεί τους αργαλειούς τους και υφαίνανε παραγγελίες σε όλη την περιοχή, πατανίες κόκκινες και μαύρες σκέτες η με σγουρά τριαντάφυλλα , κουσκουσεδένιες, απο μαλλιά που στρίβανε και βάφαν μοναχές τους, αγορασμένα με το ζύγι απ τους βοσκούς, Τώρα, στις μέρες μας, αν πάει κανένας στα βουνά την εποχή της κουράς, θα δει γεμάτες τις πλαγιές από μαλλιά πεταμένα, που τα σέρνει ο αέρας δω και κει, γιατί στις μέρες μας κανένας δεν υφαίνει πιά και οι άνθρωποι δεν τα χρειάζονται. 


Τότε όμως δεν ήταν έτσι! Στα δάχτυλα τους, είδα το βρώμικο μαλλί να μεταμορφώνεται σε λεπτότατη ίνα, και αμέτρητα , ζεματιστά μάτσα μαλλιών να κρέμονται στην πίσω αυλή και να στραγγίζουνε τα χρώματά τους, σαν μια απέραντη μάλλινη παλέτα , που θάπαιρναν και θα ζωγράφιζαν πάνω στις πατανίες, εκείνες τις λουλουδένιες τους γιρλάντες, που θα συντρόφευαν δοξαστικά τον έρωτα, στις φτωχές κάμαρες, τις γαμήλιες νύχτες. 


Οι θείες μου δεν ήταν καλλιτέχνες, δεν πήγανε ποτέ σχολείο και δεν έκαναν τίποτα πιο πολύ από αυτό που έκαναν οι κρητικές αιώνες τώρα. Κανένας δεν τους μίλησε για χρώμα και για σχέδιο. Δασκάλες ήταν οι προγόνισσες τους. Κι έτσι έμειναν σαν μιά συνέχεια, για πάντα ευτυχισμένες στο περίκλειστο βασίλειο τους.
Το σπίτι μας δεν ήταν εργαστήριο. Ηταν το σπίτι που μέναμε, ολάνοιχτο χωρίς μυστικά. Ηταν ο τρόπος που ζούσαμε. Ετσι μεγάλωσα και έτσι νοιώθω ακόμα μέσα μου σαν να συνεχίζω κάτι, που ξεκινάει από αυτές τις παρωχημένες μνήμες και φτάνει ως τα θέατρα που μπαινοβγαίνω. 


Συχνά, όταν θυμηθώ μιά λεπτομέρεια το ένα φέρνει το άλλο και ξαναέρχονται όλα μπροστά μου. Οι ήχοι, τα χρώματα, τα χέρια, τα γέλια, οι αποχωρισμοί, οι σιωπές, τα δάκρυα, τα φιλιά, τα πένθη, τα πρόσωπα, μέχρι που πέρασαν τα χρόνια και χάθηκαν όλα. Ανοιξε η πρώτη γούβα, μετά η άλλη, η άλλη, δεν έμεινε κανείς, πέθαναν όλοι με γαλήνη σε αγαπημένες αγκαλιές, βούλιαξε και το σπίτι, ερημιά, φτάσανε και οι τουρίστες, χτιστήκανε τα περιβόλια, γέμισε η Κρήτη ξενοδοχεία, αξιοποιηθήκαμε.



Χρόνια τώρα κάθε φορά που καταπιάνομαι με μια θεατρική παράσταση, ξέρω καλά που να τρέξω να ανασύρω ένα συναισθηματικά ουσιώδες στοιχείο σαν σημείο εκκίνησης αλλά και τρόπους, επεξεργασίες και τεχνικές που εφαρμόζω ακόμα. Νομίζω μέσα μου, σε μια σειρά εμπειριών και διδαγμάτων, που είναι για μένα τα ανεξίτηλα ίχνη μιας εξαιρετικά πλούσιας ζωής που έζησα κοντά σαυτούς τους ανθρώπους, έτσι όπως όλοι μας πρέπει να εννοούμε τον αληθινό πλούτο.



 Νομίζω πως οι απέραντοι κύκλοι της ανθρώπινης σκέψης θα επανέρχονται και πάντα εμείς θα μένουμε εκστατικοί μπροστά στα μεγαλοπρεπή της επιτεύγματα. Γιατί μόνο μαυτή την έννοια, τίποτα δεν πεθαίνει και τίποτα δεν χάνεται. Απλώς συνεχίζουμε.


Η ομιλία που έγινε σχετικά με το θέατρο και τη λαϊκή παράδοση στο λύκειο των Ελληνίδων στις 13 Μαϊου 2014
 — μαζί με Eva Secha

Τι Δηλώνουν Οι Μάσκες Των Αποκρεών Ανάλογα Με Τον Χαρακτήρα Μας

  Είναι γεγονός ότι πέρα από την ψυχαγωγία, η γιορτή του καρναβαλιού προσφέρει την αίσθηση αντίστασης στις κυρίαρχες σχέσεις εξουσίας και την ικανοποίηση του αισθήματος για απόδοση δικαιοσύνης (μέσω π.χ. της σάτιρας, της πολιτικής διακωμώδησης). 


Η προστασία της μάσκας και της μεταμφίεσης δίνει την ευκαιρία στα άτομα να εκφράσουν τη γνώμη και τα συναισθήματά τους για θέματα που απασχολούν την καθημερινότητά τους (π.χ. στους τομείς της υγείας, της παιδείας, της οικονομίας) ή την επικαιρότητα, να μεταφέρουν πληροφορίες και μηνύματα ή ακόμα και να διατυπώσουν αιτήματα.



Το καρναβάλι συνιστά, έτσι, έναν τρόπο για να ξορκίσουν τα άτομα τους φόβους τους μέσω περιπαικτικής διάθεσης και συλλογικού γέλιου, να ξεχάσουν, έστω και προσωρινά, τα προβλήματά τους αλλά και να κατασκευάσουν έναν ουτοπικό κόσμο ελευθερίας, ισότητας, αφθονίας.


 Η διαδικασία αυτή απελευθερώνει θετικά συναισθήματα (χαρά, ανακούφιση, διασκέδαση, ενθουσιασμό, ευφορία, κέφι, αισιοδοξία), εμπεριέχοντας αναζωογονητικές δυνάμεις.

8

Ίσως, όμως, η μεγαλύτερη γοητεία του τελετουργικού του καρναβαλιού είναι το γεγονός ότι προσφέρει μια συνεχώς αναδομούμενη αίσθηση ατομικής ταυτότητας. 


Δίνει τη δυνατότητα στα άτομα να κατασκευάσουν μια νέα αντίληψη για τον εαυτό τους, να παίξουν ρόλους και να γίνουν κάποιοι άλλοι από αυτό που είναι πραγματικά. Απαλλαγμένα από αναστολές και κανόνες, είναι από τις λίγες φορές που τα άτομα ρισκάρουν να εκτεθούν, ενώ αποκτούν τη δύναμη να προβάλλουν την εικόνα που αυτά θέλουν για τον εαυτό τους και να προκαλέσουν τις επιθυμητές εντυπώσεις μέσω της διαδικασίας της μεταμόρφωσης, η οποία, πέρα από την υιοθέτηση ενός διαφορετικού τρόπου συμπεριφοράς, υποβοηθείται από την ενδυμασία, τη μάσκα και το μακιγιάζ.

 3
http://www.iatronet.gr