Πέμπτη 2 Μαΐου 2024

Τα Αχινιπόδια Της Λαμπρής Να Κάψουμε Τον Ιούδα Στο Χωριό Μοχός Εν Έτος 1960

 _%2527+__________+___+_______...


Τα αχινοπόδια της λαμπρής την δεκαετία του 1960 στο χωριό Μοχός του δήμου Χερσονήσου.
Μικροί και μεγάλοι γυρνούσαν τις γύρω περιοχές του χωριού  άλλοι με τα πόδια , άλλοι με τα γαιοδουράκια και κάποιοι με τις τρίκυκλες μηχανές και μάζευαν αχινοπόδια για να τα ρίξουν ώς προσάναμα και φούντωμα στον Ιούδα που θα έκαιγαν το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής.

Η φωτογραφία της δεκαετίας του 1960 είναι απο το προσωπικό αρχείο του Γιάννη Διαμαντάκη.

M%25CE%2595%25CE%2593%25CE%2591%25CE%259B%25CE%259F+%25CE%25A3%25CE%2591%25CE%2592%25CE%2592%25CE%2591%25CE%25A4%25CE%259F+%25CE%259C%25CE%259F%25CE%25A7%25CE%259F%25CE%25A3++%25CE%259A%25CE%25A1%25CE%2597%25CE%25A4%25CE%2597+%25CE%25A0%255B%25CE%259F%25CE%259B%25CE%2595%25CE%2599%25CE%25A3+%25CE%259A%25CE%2591%25CE%2599+%25CE%25A7%25CE%25A9%25CE%25A1%25CE%2599%25CE%2591+%25283%2529

M%25CE%2595%25CE%2593%25CE%2591%25CE%259B%25CE%259F+%25CE%25A3%25CE%2591%25CE%2592%25CE%2592%25CE%2591%25CE%25A4%25CE%259F+%25CE%259C%25CE%259F%25CE%25A7%25CE%259F%25CE%25A3++%25CE%259A%25CE%25A1%25CE%2597%25CE%25A4%25CE%2597+%25CE%25A0%255B%25CE%259F%25CE%259B%25CE%2595%25CE%2599%25CE%25A3+%25CE%259A%25CE%2591%25CE%2599+%25CE%25A7%25CE%25A9%25CE%25A1%25CE%2599%25CE%2591+%25282%2529

Αντικριστό Αρνί Με Μπόλικο Αλάτι Στο Πασχαλινό Τραπέζι Των Κρητικών

  Η κρητική μαγειρική παράδοση ακολουθεί τον πανάρχαιο κανόνα: χαρακτηρίζεται από τα προϊόντα του τόπου, την εποχή και την περίσταση.


PASXa


Είχαμε ξεκινήσει με το θρυλικό αντικριστό αρνί, που σουβλίζεται σε κομμάτια, ειδικά τεμαχισμένο και αντίκρυ μιας φωτιάς από ξύλα, το οποίο η κρητική παράδοση το περιποιείται μόνο με αλάτι! Ούτε σκορδάκια ούτε πιπέρια, λεμονιάσματα και ρίγανες. Πεντάρφανο από μυρωδικά και καρυκεύματα το σφάγιο. Και όμως, όταν έφτασε η ώρα των δοκιμών, κατάλαβα την αξία αυτής της μαγειρικής: πρόκειται για την αποθέωση της εκλεκτής πρώτης ύλης.

%25CE%259A%25CE%25A1%25CE%2597%25CE%25A4%25CE%2597+%25CE%25A0%25CE%259F%25CE%259B%25CE%2595%25CE%2599%25CE%25A3+%25CE%259A%25CE%2591%25CE%2599+%25CE%25A7%25CE%25A9%25CE%25A1%25CE%2599%25CE%2591++%25CE%25A7%25CE%259F%25CE%25A5%25CE%2594%25CE%2595%25CE%25A4%25CE%25A3%25CE%2599+2014+%252814%2529

105088-arrnni
Το εξαιρετικό προϊόν ξεροψήνεται απέναντι στη φωτιά, το λίπος στάζει στο χώμα ή στην ψησταριά, όχι στις φλόγες, άρα δεν καπνίζεται ούτε τσικνίζεται. Γεύεσαι μόνο το θεσπέσιο κρέας, γλυκό και ευωδιαστό, που αναδεικνύεται ιδιαίτερα χάρη στην αλατισμένη πέτσα. Ο ορισμός της διακριτής γεύσης, βασικού χαρακτηριστικού της ελληνικής μαγειρικής παράδοσης, η οποία διαμορφώθηκε από πληθυσμούς αγροτών και κτηνοτρόφων.
Γενικώς, τα μαγειρέματα των κρεάτων του κρητικού Πάσχα χαρακτηρίζονται από λιτότητα. Ο πετεινός, που κάνουν βραστό για το τραπέζι μετά την Ανάσταση, μπαίνει στην κατσαρόλα μόνο με λεμόνι, αλάτι και πιπέρι, και είναι επίσης εξαίσιας γεύσης, και το κρέας και ο ζωμός. Αλλά ο πετεινός πρέπει να είναι με Π κεφαλαίο, ελευθέρας βοσκής, καλομεγαλωμένος.

images

Στην πασχαλινή κουζίνα των Κρητικών το δεύτερο στοιχείο που κυριαρχεί είναι τα χορταρικά. Μάραθα, κουκιά, αγκινάρες, χόρτα κάθε λογής και γεύσης, άγρια ή καλλιεργημένα, η άνοιξη με όλο της το οπλοστάσιο μπαίνει σε κατσαρόλες και ταψιά, δίνοντας μοναδική φρεσκάδα και μεσογειακή ταυτότητα στο πασχαλινό εδεσματολόγιο. 


Οταν κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας του πασχαλινού «Γαστρονόμου» μελετούσαμε το υλικό, διαλέγαμε και γευόμασταν τις συνταγές, μας έγινε, για μία ακόμη φορά, σαφές ότι πρόκειται για μια κουζίνα με έντονο, μοναδικό, χαρακτήρα. 


Μια μαγειρική παράδοση που ακολουθεί τον πανάρχαιο κανόνα: χαρακτηρίζεται από τα προϊόντα του τόπου, την εποχή και την περίσταση. Αλλιώς μαγειρεύουν στην Κρήτη το θέρος, αλλιώς το χειμώνα ή την άνοιξη. Διαφορετικά στις χαρές και τις λύπες, τις καθημερινές ή τις γιορτές. Η κρητική κουζίνα του Πάσχα είναι μέρος του πολιτισμού τους.»




 kathimerini.gr

Η Ανάσταση Στο Παλιό Ρέθυμνο Είχε Πανηγυρικό Χαρακτήρα - Της Ευάς Λαδιά

  της Εύας Λαδιά


hqdefault

Σήμερα οι αναδρομές μας θα έχουν έντονο το γιορταστικό χρώμα, επειδή οι ιστορικές πηγές μας δίνουν ενδιαφέροντα στοιχεία. Και τα περισσότερα είναι άγνωστα.
Η Ανάσταση στο Ρέθυμνο είχε εντονότερο πανηγυρικό χαρακτήρα, επί Ρωσικής κατοχής.
Ιδιαίτερη αναφορά κάνει ο Θεμιστοκλής Βαλαρής στο βιβλίο του «Μια πόλη αναμνήσεις».
Άφθαστο χαρακτηρίζει τον εορτασμό και προχωρεί σε μια εξαιρετικά γλαφυρή περιγραφή που μας βοηθά με τη φαντασία να «ζούμε» το μεγάλο γεγονός.

0

Εντυπωσιακό θέαμα
Όπως αναφέρει σχετικά, το βράδυ της Αναστάσεως είχε την τιμητική του ο Μητροπολιτικός μας Ναός.
Όλοι οι αξιωματικοί έπαιρναν τη θέση τους με τη μεγάλη τους στολή. Το στράτευμα, σε απαρτία, ήταν παρατεταγμένο σε δυο σειρές έξω από το Ναό και με την ανάπτυξη που είχε, έφθανε σχεδόν μέχρι τη Μικρή Παναγία!
Ο Δεσπότης έπαιρνε τη θέση του και πλάι του στο μικρό θρόνο στεκόταν ο διοικητής του Συντάγματος.
Μόλις ο προκαθήμενος της Εκκλησίας των Ρεθυμνίων τέλειωνε το «Χριστός Ανέστη» φώναζε ο Διοικητής το ίδιο στη γλώσσα του:
«Χριστός Βοσκρές». Αυτό επαναλάμβαναν και όλοι οι αξιωματικοί που ήταν στο εσωτερικό του ναού κι αμέσως μετά κάθε στρατιώτης, απέξω, το έλεγε στο διπλανό του. Μια πανηγυρική βοή έδινε επιβλητικότητα στην ατμόσφαιρα, μέχρι να φθάσει το μήνυμα στον τελευταίο στρατιώτη. 

Δάκρυα χαράς
Φυσικά οι Ρεθεμνιώτες, που δεν είχαν χαρεί το μήνυμα της Αναστάσεως όσο ήταν υπό τον τουρκικό ζυγό, στο άκουσμα του «Χριστός Ανέστη» και της μουσικής που ακολουθούσε, έκλαιγαν όλοι από συγκίνηση. Και κάποιοι έριχναν και μπαλωθιές με τα μαυροβουνιώτικα όπλα τους, που κάθε άκουσμα ισοδυναμούσε με μικρή κανονιά.
Έκλαιγαν οι Ρεθεμνιώτες από συγκίνηση και χαρά. Και εκείνη τη μεγάλη ώρα ευλογούσαν τους ηρωικούς νεκρούς που έπεσαν για να ζούνε αυτοί ελεύθεροι.

Παιδικές σκανταλιές
Οι Ρεθεμνιώτες εξακολουθούσαν στα επόμενα χρόνια να γιορτάζουν με ιδιαίτερη λαμπρότητα το Πάσχα.
Ίσως επειδή το μήνυμα της αναστάσεως θύμιζε τον παλιό μακρόχρονο πόθο για λευτεριά και ανάσταση του έθνους.
Ο μεγάλος βάρδος του Ρεθύμνου, Γιώργης Καλομενόπουλος, μας περιγράφει με το χαρισματικό του στίχο την προετοιμασία ψυχής και σπιτιού για τη μεγάλη στιγμή.
Και βέβαια αρκετά από τα περιστατικά αυτά είναι συνυφασμένα με κάποια παιδική σκανταλιά.

Κάποιος τις είχε …ράψει!
Μια Μ. Πέμπτη αίφνης που το εκκλησίασμα είχε αρκετά κουραστεί, λόγω της διάρκειας της ακολουθίας και δυο κυρίες είχαν αποκοιμηθεί, ο Καλομενόπουλος με την παρέα του, πήγαν σιγά σιγά και ένωσαν με κλωστή τις φούστες των κυριών. Όταν αργότερα εκείνες σηκώθηκαν να επιστρέψουν στο σπίτι δεν μπορούσαν να απομακρυνθούν η μία από την άλλη, καθώς ήταν …ραμμένες.
Άλλη φορά πάλι, νεαρός ο Καλομενόπουλος είχε έρθει φοιτητής να περάσει το Πάσχα με την οικογένεια. Κι ένα βράδυ μεσοβδόμαδα των Αγίων Ημερών επιστρέφοντας, από μια κρασοκατάνυξη με τους φίλους του, δεν μπορούσε, από τη ζάλη, να βρει το κρεβάτι του και ξάπλωσε στον καναπέ που ήταν και στρωμένος με μια ωραία βαριά πατανία.
Ξύπνησε το πρωί από τις φωνές της μητέρας του, η οποία πηγαίνοντας να δει αν είχαν «ανέβει» τα τσουρέκια της τα βρήκε «πίτα», αφού είχε ξαπλώσει πάνω τους ο κανακάρης της…

Μια από τις ματωμένες πασχαλιές
Είχαμε όμως και άλλες πασχαλιές που δεν ήταν γιορτινές όσο απαιτεί η μέρα, αφού ο λαός στέναζε κάτω από τον τουρκικό ζυγό.
Θα σταθούμε σε μια από αυτές με πρωταγωνιστή τον μεγάλο ήρωα της επανάστασης Δράκο Ανυφαντή. Και κάνουμε την επιλογή επειδή εντοπίσαμε μια θαυμάσια εργασία της μεγάλης μας λαογράφου κ. Ειρήνης Ταχατάκη, που ξεχωρίζει, λόγω αρκετών άγνωστων στοιχείων που περιέχει, για αρκετούς ήρωες της επανάστασης. Έχει τίτλο «Κρήτες πολέμαρχοι στα χρόνια της Τουρκοκρατίας» και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Πατρίδα».
Ο Δράκος Ανυφαντής
Σύμφωνα λοιπόν με τη σπουδαία αυτή ιστορική μελέτη, τη μνήμη και τα ηρωικά κατορθώματα του Ανυφαντή Βυζαριανού διέσωσε ο Μιχ. Λέκκας ή Λεκκομιχελής από το Φουρφουρά, που πέθανε στη Μαθουσάλειο ηλικία των 127 ετών.
Ο ήρωας δεν ανεχόταν τις βδελυρότητες των Αμπαδιωτών Τούρκων που σκότωναν ακόμα και αλλόθρησκους και μέλη της οικογένειάς τους. Εκπατρίστηκε στη Γαλλία τα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης. Κατετάγη σαν εθελοντής στον αγγλικό στρατό και όταν ο Ναπολέων Βοναπάρτης εξεστράτευσε κατά της Αιγύπτου τον ακολούθησε και διακρίθηκε σε πολλές μάχες, μετά αποβιβάστηκε στην Κρήτη με πολεμικές γνώσεις και πείρα. Κάποια μέρα εμφανίστηκε ξαφνικά στους δικούς τους και γνωστούς στο χωριό Βυζάρι με πλήρη πολεμική στολή. Εκεί έμαθε τις νέες βδελυρές πράξεις των Αμπαδιωτών και την ερήμωση που είχαν δημιουργήσει. Οι παλιές αρχοντικές οικογένειες του Βυζαρίου είχαν σχεδόν εξοντωθεί. Οι Βλαστοί, οι Βαρούχοι, οι Σιλιγάρδοι, οι Δετοράκηδες, οι Σαουνάτσοι, οι Σιγανοί.

Πήρε όρκο βαρύ
Οι επαύλεις τους ήταν κατερειπωμένες γιατί εγκατέλειπαν τον τόπο τους, άλλοι λόγω των δεινών και άλλοι γιατί κατακρεουργήθηκαν από τους Τούρκους. Πήγε λοιπόν ο Ανυφαντής στο πατρικό του σπίτι και ορκίστηκε όρκο βαρύ και μεγάλο. Κατέφυγε μετά στα γνωστά του από τα παιδικά του χρόνια όρη και δημιούργησε αρματολικό σώμα και άρχισε τις επιθέσεις κατά των αιμοσταγών τυράννων, που καταλήφθηκαν από δέος ανέκφραστο, διότι ο τρομερός εκδικητής εμφανιζόταν εκεί που δεν περίμεναν και σκορπούσε το θάνατο. Οι αγριότεροι Αμπαδιώτες πλήρωσαν με την κεφαλή τους τα φοβερά τους κακουργήματα. Οι Χριστιανοί πήραν θάρρος και άρχισαν να αναπτύσσουν θαρραλέα αντίσταση. Οι Αγάδες του Ρεθύμνου μα και της άλλης Κρήτης τον θεωρούσαν πια σα μυθικό Δράκο. Από το κρησφύγετο του Ψηλορείτη έκανε με τους θαρραλέους οπαδούς του γενναίες επιδρομές κατά των εχθρών. Μια απρονοησία του όμως και παράτολμη πράξη του στοίχισε τη ζωή.

Χειμωνιάτικος καιρός και τότε
Ήταν νύχτα του Πάσχα. Ο Ανυφαντής με σιγανές κωδωνοκρουσίες καλούσε τους κατοίκους στη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Παγωμένος άνεμος ερχόταν από το χιονισμένο Ψηλορείτη και φυσούσε τις κορφές των δασών του Αμαρίου. Οι κάτοικοι όμως άρχισαν να σιγοφτάνουν στο ναό. Η ψυχή του ήρωα ζητούσε τη γαλήνη ύστερα από τους αγώνες χρόνων ολόκληρων. Κανείς εχθρός δεν υποπτεύτηκε την εκεί παρουσία του.
Πάνοπλος λοιπόν εμφανίστηκε στη μέση των συγχωριανών του χωρίς οπαδούς. Και όλοι με φωνές έκπληξης και χαράς τον υποδέχτηκαν. Εκείνος ευθυτενής και σοβαρός προχώρησε προς την Ωραία Πύλη και γονάτισε στο πέτρινο σκαλοπάτι. Ο σεβάσμιος ιερέας με δάκρυα ευλόγησε το άξιο τέκνο της πατρίδας και της εκκλησίας.

Κάποιος τον πρόδωσε
Ξαφνικά και ενώ εψάλλοντο τα αναστάσιμα μελωδικά τροπάρια, ένας πυροβολισμός ακούστηκε και μετά δεύτερος και τρίτος με βλασφημίες και απειλές. Όλοι τρομαγμένοι κοίταζαν τον γενναίο αρματολό, που, αμέσως από τον πρώτο πυροβολισμό εννόησε το θανάσιμο κίνδυνο που διέτρεχε μόνος του, μεταξύ άοπλων και κατάλαβε ότι μεσολάβησε προδοσία. Ήταν όμως όχι μόνο αδύνατον να φύγει αλλά και ανάρμοστο για τη γνωστή γενναιοψυχία του. Φώναξε όμως προστατευτικά με θάρρος στους ομοχώριούς του. «Παιδιά από σας κανείς σας δεν μπορεί να με υπερασπιστεί. Φύγετε και σώσετε τις οικογένειές σας. Ψυχή να μη μείνει εδώ... ακούτε.;».

Ηρωικό τέλος
Όλοι τότε όρμησαν έξω ενώ οι πυροβολισμοί δονούσαν τα παλιά παράθυρα του ναού και φωνές πόνου ακολούθησαν...
Ο Λεκκομιχελής λοιπόν διηγείται πως ήταν απερίγραπτες εκείνες οι στιγμές. Εξήντα (60) θηριώδεις Αμπαδιώτες με λύσσα για εκδίκηση, πολιορκούσαν τον μικρό ναό της Παναγίας και πυροβολούσαν ομαδικά.
Έκαναν εξορμήσεις μα στη συνέχεια οπισθοδρομούσαν μ' ένα ή δύο λιγότερους. Ο ήλιος προχωρούσε στο μεσουράνημα και ο αγώνας συνεχιζόταν. Επτά εχθροί είχαν πέσει γύρω από το ναό δίχως τους Χριστιανούς που έπεσαν κατά τη νυχτερινή από το ναό εξόρμηση.


. Έτσι ο ήρωας έπεσε καταπονημένος από πολλά βόλια... Και πριν ξεψυχήσει οι κανίβαλοι εκείνοι έσχισαν τα ευρέα στήθη του και ξερίζωσαν την πάλλουσα ακόμη καρδιά του, το σώμα του το τεμάχισαν και το άφησαν να γίνει βορρά στα σκυλιά και τα όρνια και τούτο ήταν το ηρωικό τέλος του γενναίου Ανυφαντή του Βυζαριανού».
Με αυτά τα στοιχεία η κυρία Ταχατάκη συμπληρώνει τη βιογραφία του μεγάλου ήρωα που αποτελεί καύχημα του Βυζαρίου και οι συγχωριανοί του τον τιμούν ιδιαίτερα όπως του αξίζει

http://www.rethnea.gr/

Μετα Την Αποκαθήλωση Του Χριστού Από Τον Σταυρό, Οι Πιστοί Παραμένουν Στην Εκκλησία Ώστε Να Στολίσουν Τον Επιτάφιο.

 Το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης αμέσως μετά την αποκαθήλωση του Χριστού από τον σταυρό, πιστοί και πιστές μένουν στην εκκλησία ώστε να στολίσουν τον Επιτάφιο. Ενα πολύ παλιό χριστιανικό έθιμο που συναντάμε σε κάθε μικρή και μεγάλη ενορία.


 Οι καμπάνες ήδη έχουν αρχίσει να χτυπούν πένθιμα μεταφέροντας σε όλους το μήνυμα του Θείου Δράματος ενώ φρέσκα λουλούδια της Ανοιξης επιλέγονται και τοποθετούνται με μεγάλη επιμέλεια. Πρόκειται για μία διαδικασία που χρειάζεται ώρες


10247437_642632362476517_1498013358980151890_n


Σήμερο μαῦρος Οὐρανός, σήμερο μαύρη μέρα,

Σήμερο ὅλοι θλίβονται καὶ τὰ βουνὰ λυποῦνται.

Σήμερο ἔβαλαν βουλὴ οἱ ἄνομοι Ὁβραῖοι,
οἱ ἄνομοι καὶ τὰ σκυλιὰ κι οἱ τρισκαταραμένοι
γιὰ νὰ σταυρώσουν τὸ Χριστό, τὸν πρῶτον Βασιλέα.


Ὁ Κύριος ἠθέλησε νὰ μπεῖ σὲ περιβόλι
νὰ λάβῃ δεῖπνον μυστικόν, νὰ μεταλάβουν ὅλοι.
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ ἡ Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τὰς προσευχάς της ἔκανε γιὰ τὸ μονογενῆ της.
Φωνὴ τῆς ἦρθ᾿ ἐξ Οὐρανοῦ ἀπ᾿ Ἀρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οἱ προσευχές, φτάνουν κι᾿ οἱ μετάνοιες,
τὸ γυιό σου τὸν ἐπιάσανε καὶ στὸ φονιὰ τὸν πᾶνε
καὶ στοῦ Πιλάτου τὴν αὐλή, ἐκεῖ τὸν τὸν τυραννᾶνε.


-Χαλκιᾶ-χαλκιᾶ, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Καὶ κεῖνος ὁ παράνομος βαρεῖ καὶ φτάχνει πέντε.
-Σὺ Φαραέ, ποὺ τὰ ᾿φτιασες πρέπει νὰ μᾶς διδάξεις.
-Βάλε τὰ δύο στὰ χέρια του καὶ τ᾿ ἄλλα δύο στὰ πόδια,
τὸ πέμπτο τὸ φαρμακερὸ βάλε το στὴν καρδιά του,
νὰ στάξει αἷμα καὶ νερὸ νὰ λιγωθεῖ ἡ καρδιά του.
-Ἄντε μωρὲ ἀτσίγγανε, στάχτη νὰ μὴ ποτάξῃς,
μηδὲ διπλὸ πουκάμισο στὴ ράχη σου μὴ βάλῃς.

10268706_642632292476524_7473469955008103726_n

1797377_642631935809893_4708934986240372167_n

Κι᾿ ἡ Παναγιὰ σὰν τἄκουσε ἔπεσε καὶ λιγώθη,
σταμνὶ νερὸ τῆς ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ λογισμός, γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ νοῦς της.
Κι᾿ ὅταν τῆς ἠρθ᾿ ὁ λογισμός, κι᾿ ὅταν τῆς ἠρθ᾿ ὁ νοῦς της,
ζητᾶ μαχαίρι νὰ σφαγῇ, ζητᾶ φωτιὰ νὰ πέσῃ,
ζητᾶ γκρεμὸ νὰ γκρεμιστεῖ γιὰ τὸ μονογενῆ της.
-Μὴν σφάζεσαι, Μανούλα μου, δὲν σφάζονται οἱ μανάδες
Μὴν καίγεσαι, Μανούλα μου, δὲν καίγονται οἱ μανάδες.
Λάβε, κυρά μ᾿ ὑπομονή, λάβε, κυρά μ᾿ ἀνέση.
-Καὶ πῶς νὰ λάβω ὑπομονὴ καὶ πῶς νὰ λάβω ἀνέση,
ποῦ ἔχω γυιὸ μονογενῆ καὶ κεῖνον Σταυρωμένον.

1

ΦΩΤ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ

Κι᾿ ἡ Μάρθα κι᾿ ἡ Μαγδαληνὴ καὶ τοῦ Λαζάρου ἡ μάνα
καὶ τοῦ Ἰακώβου ἡ ἀδερφή, κι᾿ οἱ τέσσερες ἀντάμα,
ἐπῆραν τὸ στρατὶ-στρατί, στρατὶ τὸ μονοπάτι
καὶ τὸ στρατὶ τοὺς ἔβγαλε μές του ληστῆ τὴν πόρτα.
-Ἄνοιξε πόρτα τοῦ ληστῆ καὶ πόρτα τοῦ Πιλάτου.
Κι᾿ ἡ πόρτα ἀπὸ τὸ φόβο της ἀνοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δὲν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τὸν Ἅη-Γιάννη,
Ἅγιε μου Γιάννη νεαρὲ καὶ μαθητὰ τοῦ γυιοῦ μου,
μὴν εἶδες τὸν ὑγιόκα μου καὶ τὸν διδάσκαλόν σου;
-Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, γλώσσα νὰ σοῦ μιλήσω,
δὲν ἔχω χεροπάλαμα γιὰ νὰ σοῦ τόνε δείξω.
Βλέπεις Ἐκεῖνον τὸ γυμνό, τὸν παραπονεμένο,
ὁποὺ φορεῖ πουκάμισο στὸ αἷμα βουτηγμένο,
ὁποὺ φορεῖ στὴν κεφαλὴ ἀγκάθινο στεφάνι;
Αὐτὸς εἶναι ὁ γυιόκας σου καὶ μὲ διδάσκαλός μου!


2

ΦΩΤ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ

Κι᾿ ἡ Παναγιὰ πλησίασε γλυκὰ τὸν ἀγκαλιάζει.
-Δὲ μοῦ μιλᾶς παιδάκι μου, δὲ μοῦ μιλᾶς παιδί μου;
-Τί νὰ σοῦ πῶ, Μανούλα μου, ποὺ διάφορο δὲν ἔχεις·
μόνο τὸ μέγα-Σάββατο κατὰ τὸ μεσονύχτι,
ποὺ θὰ λαλήσει ὁ πετεινὸς καὶ σημάνουν οἱ καμπάνες,
τότε καὶ σύ, Μανούλα μου, θἄχης χαρὰ μεγάλη!
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τὰ Οὐράνια,
σημαίνει κι᾿ ἡ Ἁγιὰ-Σοφιὰ μὲ τὶς πολλὲς καμπάνες.
Ὅποιος τ᾿ ἀκούει σώζεται κι᾿ ὅποιος τὸ λέει ἁγιάζει,
κι᾿ ὅποιος τὸ καλοφουγκραστῇ, Παράδεισο θὰ λάβει,
Παράδεισο καὶ λίβανο ἀπ᾿ τὸν Ἅγιο Τάφο.

3


ΦΩΤ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ


Σήμερο μαῦρος Οὐρανός, σήμερο μαύρη μέρα,

σήμερο ὅλοι θλίβονται καὶ τὰ βουνὰ λυποῦνται.
Σήμερο ἔβαλαν βουλὴ οἱ ἄνομοι Ὁβραῖοι,
οἱ ἄνομοι καὶ τὰ σκυλιὰ κι οἱ τρισκαταραμένοι
γιὰ νὰ σταυρώσουν τὸ Χριστό, τὸν πρῶτον Βασιλέα.


Ὁ Κύριος ἠθέλησε νὰ μπεῖ σὲ περιβόλι
νὰ λάβῃ δεῖπνον μυστικόν, νὰ μεταλάβουν ὅλοι.
Κι᾿ ἡ Παναγιὰ ἡ Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τὰς προσευχάς της ἔκανε γιὰ τὸ μονογενῆ της.
Φωνὴ τῆς ἦρθ᾿ ἐξ Οὐρανοῦ ἀπ᾿ Ἀρχαγγέλου στόμα:
-Φτάνουν κυρά μου οἱ προσευχές, φτάνουν κι᾿ οἱ μετάνοιες,
τὸ γυιό σου τὸν ἐπιάσανε καὶ στὸ φονιὰ τὸν πᾶνε
καὶ στοῦ Πιλάτου τὴν αὐλή, ἐκεῖ τὸν τὸν τυραννᾶνε.
a1

(φωτο:ΠΑΠΟΥΤΣΑΚΗ ΒΑΣΙΛΙΚΗ)

-Χαλκιᾶ-χαλκιᾶ, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Καὶ κεῖνος ὁ παράνομος βαρεῖ καὶ φτάχνει πέντε.
-Σὺ Φαραέ, ποὺ τὰ ᾿φτιασες πρέπει νὰ μᾶς διδάξεις.
-Βάλε τὰ δύο στὰ χέρια του καὶ τ᾿ ἄλλα δύο στὰ πόδια,
τὸ πέμπτο τὸ φαρμακερὸ βάλε το στὴν καρδιά του,
νὰ στάξει αἷμα καὶ νερὸ νὰ λιγωθεῖ ἡ καρδιά του.
-Ἄντε μωρὲ ἀτσίγγανε, στάχτη νὰ μὴ ποτάξῃς,
μηδὲ διπλὸ πουκάμισο στὴ ράχη σου μὴ βάλῃς.


Ακολουθούμε το έθιμο και κόβουμε φρέσκα και μυρωδάτα λουλούδια από τις αυλές μας να στολίσουμε τον επιτάφιο!


Κι᾿ ἡ Παναγιὰ σὰν τἄκουσε ἔπεσε καὶ λιγώθη,
σταμνὶ νερὸ τῆς ρίξανε, τρία κανάτια μόσχο
γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ λογισμός, γιὰ νὰ τῆς ἔρθ᾿ ὁ νοῦς της.
Κι᾿ ὅταν τῆς ἠρθ᾿ ὁ λογισμός, κι᾿ ὅταν τῆς ἠρθ᾿ ὁ νοῦς της,
ζητᾶ μαχαίρι νὰ σφαγῇ, ζητᾶ φωτιὰ νὰ πέσῃ,
ζητᾶ γκρεμὸ νὰ γκρεμιστεῖ γιὰ τὸ μονογενῆ της.
-Μὴν σφάζεσαι, Μανούλα μου, δὲν σφάζονται οἱ μανάδες
Μὴν καίγεσαι, Μανούλα μου, δὲν καίγονται οἱ μανάδες.
Λάβε, κυρά μ᾿ ὑπομονή, λάβε, κυρά μ᾿ ἀνέση.
-Καὶ πῶς νὰ λάβω ὑπομονὴ καὶ πῶς νὰ λάβω ἀνέση,
ποῦ ἔχω γυιὸ μονογενῆ καὶ κεῖνον Σταυρωμένον.


1
ΦΩΤ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ

Κι᾿ ἡ Μάρθα κι᾿ ἡ Μαγδαληνὴ καὶ τοῦ Λαζάρου ἡ μάνα
καὶ τοῦ Ἰακώβου ἡ ἀδερφή, κι᾿ οἱ τέσσερες ἀντάμα,
ἐπῆραν τὸ στρατὶ-στρατί, στρατὶ τὸ μονοπάτι
καὶ τὸ στρατὶ τοὺς ἔβγαλε μές του ληστῆ τὴν πόρτα.
-Ἄνοιξε πόρτα τοῦ ληστῆ καὶ πόρτα τοῦ Πιλάτου.
Κι᾿ ἡ πόρτα ἀπὸ τὸ φόβο της ἀνοίγει μοναχή της.
Τηράει δεξιά, τηράει ζερβά, κανέναν δὲν γνωρίζει,
τηράει δεξιώτερα βλέπει τὸν Ἅη-Γιάννη,
Ἅγιε μου Γιάννη νεαρὲ καὶ μαθητὰ τοῦ γυιοῦ μου,
μὴν εἶδες τὸν ὑγιόκα μου καὶ τὸν διδάσκαλόν σου;
-Δὲν ἔχω στόμα νὰ σοῦ πῶ, γλώσσα νὰ σοῦ μιλήσω,
δὲν ἔχω χεροπάλαμα γιὰ νὰ σοῦ τόνε δείξω.
Βλέπεις Ἐκεῖνον τὸ γυμνό, τὸν παραπονεμένο,
ὁποὺ φορεῖ πουκάμισο στὸ αἷμα βουτηγμένο,
ὁποὺ φορεῖ στὴν κεφαλὴ ἀγκάθινο στεφάνι;
Αὐτὸς εἶναι ὁ γυιόκας σου καὶ μὲ διδάσκαλός μου!


2

ΦΩΤ - ΑΝΤΩΝΗΣ ΓΕΝΝΑΡΑΚΗΣ

Κι᾿ ἡ Παναγιὰ πλησίασε γλυκὰ τὸν ἀγκαλιάζει.
-Δὲ μοῦ μιλᾶς παιδάκι μου, δὲ μοῦ μιλᾶς παιδί μου;
-Τί νὰ σοῦ πῶ, Μανούλα μου, ποὺ διάφορο δὲν ἔχεις·
μόνο τὸ μέγα-Σάββατο κατὰ τὸ μεσονύχτι,
ποὺ θὰ λαλήσει ὁ πετεινὸς καὶ σημάνουν οἱ καμπάνες,
τότε καὶ σύ, Μανούλα μου, θἄχης χαρὰ μεγάλη!
Σημαίνει ὁ Θεός, σημαίνει ἡ γῆ, σημαίνουν τὰ Οὐράνια,
σημαίνει κι᾿ ἡ Ἁγιὰ-Σοφιὰ μὲ τὶς πολλὲς καμπάνες.
Ὅποιος τ᾿ ἀκούει σώζεται κι᾿ ὅποιος τὸ λέει ἁγιάζει,
κι᾿ ὅποιος τὸ καλοφουγκραστῇ, Παράδεισο θὰ λάβει,
Παράδεισο καὶ λίβανο ἀπ᾿ τὸν Ἅγιο Τάφο.

3