Κυριακή 17 Νοεμβρίου 2024

Τοποθετήθηκαν οι μώβ κάδοι ανακύκλωσης ρούχων. 15 σημεία σε όλο το Δήμο Σητείας

 Παρουσία του αρμόδιου αντιδημάρχου κ Μάνου Δρακάκη παρελήφθησαν από την Υπηρεσία Καθαρότητας και Πρασίνου οι μώβ κάδοι ανακύκλωσης ρούχων.


Θα τοποθετηθούν 15 κάδοι συνολικά σε ολόκληρο το Δήμο, 9 εντός της πόλης και 6 σε δημοτικές κοινότητες.



Τα σημεία ανακύκλωσης εντός της πόλης είναι:

- παρκινγκ οδού Βαρθολομαίου

- super market Χαλκιαδάκης 1 (Πραισού)

- super market Χαλκιαδάκης 2 (ΕΑΣ)

- super market Α.Β. Βασιλόπουλος

- Πλησίον Ιερού Ναού Ευαγγελίστριας

- Νοσοκομείο Σητειας

- 4ο Δημοτικό Σχολείο Σητείας

- Γυμνάσια

- Λιμεναρχείο

Στις Δημοτικές Κοινότητες:

- Παλαίκαστρου

- Ζάκρου

- Τουρλωτής

- Ανάληψης

- Συκιάς

- Σκοπής

Με την άφιξη των κάδων υλοποιείται ο σχεδιασμός του Δήμου Σητείας για τη διαχείριση μεταχειρισμένων ειδών ένδυσης και υπόδησης.


Ο Δήμος Σητείας σε συνεργασία την εταιρία RECYCOM δημιούργησε ένα δίκτυο με ειδικούς μοβ κάδους συλλογής χρησιμοποιημένων ρούχων και υποδημάτων συμβάλλοντας έτσι σημαντικά στην αποσυμφόρηση των απορριμμάτων και την προστασία του περιβάλλοντος, καθώς τα ρούχα είναι υλικά με πολύ βραδεία αποδόμηση.


Ο Δήμαρχος Σητείας κ Γιώργος Ζερβάκης έχει αναφερθεί κατ επανάληψη στο κόστος διαχείρισης των απορριμμάτων το οποίο είναι δυσβάσταχτο για τον Δήμο και στις προσπάθειες που καταβάλλονται για εναλλακτική διαχείριση και διοχέτευση τους προς όφελος των δημοτών.


Την ικανοποίηση του για την υλοποίηση του εγχειρήματος εξέφρασε και ο αρμόδιος αντιδήμαρχος κ Μάνος Δρακάκης προτρέποντας τους δημότες να αξιοποιήσουν αυτή τη δυνατότητα ανακύκλωσης η οποία αποφέρει στο δήμο και ανταποδοτικό όφελος.


Στο δίκτυο των μοβ κάδων θα συλλέγονται παλιά ρούχα, υφάσματα και υποδήματα, στα οποία θα γίνεται διαλογή. Όσα βρίσκονται σε καλή κατάσταση προσφέρονται δωρεάν σε συνανθρώπους μας που έχουν ανάγκη. Τα ακατάλληλα για επαναχρήση ρούχα, οδηγούνται προς ανακύκλωση σε ειδικά εργοστάσια, όπου ανακυκλώνονται για δημιουργία υλικών καθαρισμού, στουπιών, μονωτικού και άλλου υλικού. Από τα παλιά ρούχα μπορούν επίσης να παραχθούν φόρμες εργασίας, υλικό για ηχομόνωση και θερμομόνωση, γέμιση για τα καθίσματα των αυτοκινήτων κτλ.


Οι μοβ κάδοι κατασκευάζονται με ειδικές προδιαγραφές και ο ασφαλής σχεδιασμός τους αποτρέπει το ενδεχόμενο αφαίρεσης του περιεχομένου.

Η Οικοτεχνία με την πρώτη ύλη του μαλλιού απο τα πρόβατα

 %25CE%2591%25CE%25A1%25CE%2593%25CE%2591%25CE%259B%25CE%2595%25CE%2599%25CE%259F%25CE%25A3+%25285%2529


Την άνοιξη, πριν ακόμη αρχίσουν οι ζέστες,οι κτηνοτρόφοι του χωριού έπρεπε να κουρέψουν τα πρόβατα. Το μαλλί που προερχόταν από το κούρεμα των προβάτων ήταν πολύτιμο για τους παλιότερους, απαραίτητο στοιχείο της ζωής τους. Μετά το κούρεμα ξεκινούσε μια μακρά διαδικασία επεξεργασίας και εκμετάλλευσης του μαλλιού.
Η οικοτεχνία ήταν αρκετά ανεπτυγμένη  Τα πρωτεία, θα λέγαμε, τα κατείχε η υφαντική τέχνη, αφού όλα σχεδόν τα ρούχα, με ελάχιστες εξαιρέσεις, τα κλινοσκεπάσματα, τα χαλιά κλπ. ήταν μάλλινα και ντόπιας παραγωγής. Πρώτη ύλη το μαλλί από τα πρόβατα.

1

10

Έπαιρναν οι γυναίκες τα ποκάρια και τα έπλεναν με καυτό νερό πρώτα, για να φύγει η«σαργιά», και μετά με κρύο νερό, για να αποκτήσουν λευκότητα τα άσπρα και να καθαρίσουντα «σίβα» (τα σκουρόχρωμα μαλλιά από τα λάγια πρόβατα).


Αφού στέγνωναν καλά, στη συνέχεια έπρεπε να τα γράνουν, να ανοίξουν δηλαδή με ταδάκτυλα τα πυκνά και μπλεγμένα μαλλιά, για να γίνει εύκολο το λανάρισμα.


Ακολουθούσε το λανάρισμα. Τις μεγάλες ποσότητες μαλλιών τις πήγαιναν στην Πύλη ή αλλού,σε ειδικά λαναρεία. Λίγα μαλλιά όμως τα λανάριζαν μόνες τους οι γυναίκες. Σ’ όλα τα σπίτιαυπήρχαν λανάρια. Τα λανάρια ήταν δύο τετράγωνες σανίδες, 35 εκατοστών περίπου.


.com/blogger_img_proxy/

Στη μια πλευρά της καθεμιάς υπήρχαν, καλά στερεωμένα, πυκνά συρματάκια ατσάλινα.Τοποθετούσαν στο άκρο μιας πλατιάς σανίδας ενός μέτρου περίπου δύο κάθετες τετράγωνεςσανίδες και οριζόντια πάνω σ’ αυτές την κάτω λανάρα, με τα συρματάκια προς τα πάνω. Η πάνω λανάρα είχε μια χειρολαβή. Καθόταν η γυναίκα πάνω στη σανίδα, με τα πόδια της απλωμένα στο κενό ανάμεσα από τις κάθετες σανίδες. Έτσι, με το βάρος της γυναίκας, στηριζόταν καλά η κάτω λανάρα. Έβαζε τα μαλλιά πάνω στη λανάρα και τραβώντας πολλές φορές την πάνω λανάρα με τη χειρολαβή προς το μέρος της λανάριζε τα μαλλιά.

.com/blogger_img_proxy/


Τα λαναρισμένα μαλλιά τα έκαναν τουλούπες και τα έγνεθαν. Ήταν έμπειρες και επιτήδειεςόλες οι γυναίκες στο γνέσιμο. Κάθε γυναίκα, αν δεν είχε άλλη σοβαρότερη ασχολία, έγνεθε.Τοποθετούσαν την τουλούπα στη ρόκα και τραβώντας με τα δάκτυλά τους λίγο – λίγο το μαλλί από το κάτω μέρος της τουλούπας το έστριβαν με το αδράχτι και το σφοντύλι και το έκαναν νήμα, που το τύλιγαν στο αδράχτι κάνοντας το μασούρια. Κάθε φορά βέβαια έκαναν νήμα για μια συγκεκριμένη χρήση. Και μπορούσαν να κάνουν ποικιλία νημάτων: άλλοτε πολύ λεπτό και καλά στριμμένο, άλλοτε πιο χοντρό και λιγότερο στριμμένο, ανάλογα πάντα με τον προορισμό του κάθε νήματος.

%25CE%2591%25CE%25A1%25CE%2593%25CE%2591%25CE%259B%25CE%2595%25CE%2599%25CE%259F%25CE%25A3+%252810%2529

Από τα μασούρια μάζευαν το νήμα σε κουβάρια. Στη συνέχεια, με τη βοήθεια της ανέμης, το έκαναν βάντες και το έβαφαν, ανάλογα πάντα με τη χρήση του. Το νήμα αυτό το χρησιμοποιούσαν, για να κάνουν πλεκτά (πουλόβερ, φανέλες κλπ.) ή κάλτσες (τσιρέπια), κυρίως όμως για να το υφάνουν. Το βασικότερο εργαλείο υφαντικής τέχνης, απαραίτητο σε κάθε σπίτι, ήταν ο αργαλειός.

.com/blogger_img_proxy/

Ο αργαλειός δεν είναι εφεύρεση των νεότερων χρόνων. Ήταν γνωστός και χρησιμοποιούνταν χιλιάδες χρόνια πριν. Ο Όμηρος, που έζησε 2700 τόσα χρόνια πριν τον μνημονεύει συχνά τόσο στην Ιλιάδα όσο και κυρίως στη Οδύσσεια. Σταχυολογώ κάποια σημεία που αναφέρεται σ’ αυτόν. Ο Τηλέμαχος λέει στη μητέρα του την Πηνελόπη, τη βασίλισσα ης Ιθάκης: «Μόν’ σπίτι τώρα πήγαινε να κάτσεις στις δουλειές σου, στη ρόκα και στον αργαλειό και βάλε και τις σκλάβες» (Οδ. α, 366-67). Και αλλού: «τον αργαλειό της έστησε (η Πηνελόπη) στον πύργο της να υφάνει διπλό, ψιλόδιαστο πανί…» (Οδ. ω, 128-29). «κι ύφαινε τότε το πανί τ’ ατέλειωτο όλη μέρα και με το φως δουλεύοντας το ξήλωνε τη νύχτα» - το τέχνασμά της (Οδ. ω, 138-39. και σε άλλο σημείο: «κι η Καλυψώ (θεά), μ’ ολόχρυση σαΐτα, στον αργαλειό της ύφαινε και
γλυκοτραγουδούσε» Οδ. ε, 63-64). Και στην Ιλιάδα : η Ίριδα (θεά) πηγαίνει στη ωραία Ελένη, στην Τροία: «Στην κάμαρα τη βρήκε κι ύφαινε σκουτί στον αργαλειό της διπλόφαρδο, άλικο, και ξόμλιαζε (κεντούσε, στόλιζε) παλικαριές, οπού ‘χαν οι Αργίτες κάνει οι χαλκοθώρακοι κι οι Τρώες οι αλογατάδες» (Ιλ. Γ, 125-27).


%25CE%2591%25CE%25A1%25CE%2593%25CE%2591%25CE%259B%25CE%2595%25CE%2599%25CE%259F%25CE%25A3+%25284%2529

%25CE%2591%25CE%25A1%25CE%2593%25CE%2591%25CE%259B%25CE%2595%25CE%2599%25CE%259F%25CE%25A3+%252812%2529
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι όχι μόνο γνώριζαν τον αργαλειό και τη ρόκα όλες οι γυναίκες, καθώς και οι βασίλισσες, ακόμα και θεές, αλλά και κεντούσαν στα υφαντά τους θαυμάσιες παραστάσεις. Ο αργαλειός είχε το σχήμα κύβου. Ο σκελετός του αποτελούνταν από τέσσερα κάθετα δοκάρια, ένα σε κάθε γωνία, αρκετά χοντρά στο κάτω μέρος, ώστε να πατούν γερά στο πάτωμα, τα δοκάρια δένονταν γερά μεταξύ τους με οριζόντια δοκάρια σε δύο σημεία: χαμηλά, λίγο πιο πάνω από το δάπεδο, με χοντρά δοκάρια και στην κορυφή με λεπτότερα δοκάρια.
Έπρεπε ο σκελετός να είναι απόλυτα σταθερός, για να μην κινείται ο αργαλειός και κάνει μύτη» το σκουτί.

 Στο σκελετό αυτό του αργαλειού τοποθετούνταν τα απαραίτητα εξαρτήματά του:

Τα δυο αντιά. Ήταν δοκάρια στρογγυλοποιημένα σ’ όλο τους το μήκος, εκτός από το ένα άκρο, με μια αυλακιά κατά μήκος του, που να χωράει μια βέργα. Στο ένα τους άκρο
διατηρούσαν την αρχική τους μορφή, σε σχήμα κύβου, με τις επιφάνειές του τρυπημένες σταυρωτά, για να τοποθετείται εκεί ένας ξύλινος ή σιδερένιος μοχλός, με τον οποίο σταθεροποιούνταν το αντί. Στο ένα αντί τύλιγαν τι στημόνι. Στο άλλο μάζευαν το υφασμένο πανί ή σκουτί. Το αντί με το στημόνι τοποθετούνταν στο πίσω μέρος του αργαλειού και χαμηλά και συγκρατούνταν από δύο εξοχές τν κάθετων δοκαριών. Το άλλο αντί με το ύφασμα τοποθετούνταν μπροστά στην υφάντρα. Με τη βοήθεια ενός άλλο δοκαριού στο πίσω μέρος του αργαλειού και στο ύψος του μπροστινού αντιού το στημόνι σχημάτιζε ένα Γ.


%25CE%2591%25CE%25A1%25CE%2593%25CE%2591%25CE%259B%25CE%2595%25CE%2599%25CE%259F%25CE%25A3+%25282%2529

Το χτένι. Βασικό εξάρτημα του αργαλειού ήταν το χτένι. Αποτελούνταν από στενά και λείακαλαμένια πηχάκια, περίπου 12 εκατοστών, στερεωμένα σε ρίγες και δεμένα γερά με σπάγκο. Ήταν το μόνο εξάρτημα του αργαλειού που αγόραζαν από το εμπόριο. Το χτένι τοποθετούνταν στο ξυλόχτενο. Ήταν δυο πλατιά σανίδια κρεμασμένα από τον αργαλειό, παράλληλα, το ένα πάνω στο άλλο, μπροστά στην υφάντρα. Στην εσωτερική τους πλευρά είχαν εσοχή (αυλάκι), για να τοποθετείται εκεί και να στερεώνεται το χτένι. Το επάνω μέρος της επάνω σανίδας ήταν καμπυλόσχημο και λείο. Από εκεί το έπιανε η υφάντρα και ύφαινε.

Τα μπάρια. Ήταν εξαρτήματα του αργαλειού που κατασκεύαζαν μόνες τους οι γυναίκες. Σε δυο παράλληλα ραβδιά δημιουργούσαν θηλιές με βαμβακερό, καλά στριμμένο και γερό νήμα. Από τις θηλιές αυτές περνούσαν τις κλωστές του στημονιού. Τα τοποθετούσαν , κρεμασμένα, πίσω από το ξυλόχτενο και με τις πατήθρες, που ήταν συνδεδεμένες με τα μπάρια με σχοινιά, ανεβοκατέβαζαν τις κλωστές του στημονιού, ώστε να γίνεται εναλλαγή και ύφανση. Κάθε φορά χρησιμοποιούσαν δύο (για το απολ(υ)το ή τέσσερα (για δίμιτο) μπάρια, ανάλογα με την ύφανση.

Η σαΐτα. Μικρό αλλά απαραίτητα εξάρτημα το αργαλειού. Ήταν μια ελλειψοειδής ξύλινη θήκη κατά μήκος της οποίας τοποθετούνταν ένας λεπτός άξονας ου περιστρεφόταν. Στον άξονα αυτόν έβαζαν το μασούρι με το υφάδι. Η υφάντρα πετούσε με ορμή τη σαΐτα ανάμεσα από το άνοιγμα του στημονιού και ξετυλιγόταν μόνο του το υφάδι για την ύφανση.


%25CE%2591%25CE%25A1%25CE%2593%25CE%2591%25CE%259B%25CE%2595%25CE%2599%25CE%259F%25CE%25A3
Τα μασούρια για τη σαΐτα (το υφάδι) τα έκαναν συνήθως με το τσικρίκι.

Για το στημόνι προηγούνταν μια διαδικασία: μάζευαν το νήμα σε κουβάρια, τα τοποθετούσαν σε χαλκώματα και ύδιαζαν το νήμα για το στημόνι. Μετρούσαν το διασίδι σε δεμάτια κάνοντας κόμπους και ακολουθούσε τα τύλιγμα στο αντί.

Στον αργαλειό ύφαιναν ποικίλα υφαντά: χαλιά, με πολύχρωμα και περίπλοκα συνήθως σχέδια, βελέντζες στείρες ή φλοκάτες, ταπάκια, μαντανίες, σεντόνια, χιράμια, τσόλια (με νήμα από γιδίσιο μαλλί, υφάσματα για επίσημα κοστούμια (δίμ(ι)τινα και αγένωτα), υφάσματα για ρούχα καθημερινής χρήσης (σακάκια, παντελόνια, φούστες κ.α.), υφάσματα για σακιά ή τροβάδες κλπ.

Πάντα έστηναν τον αργαλειό κοντά σε παράθυρο. Και τούτο, γιατί η υφάντρα έπρεπε να έχει άπλετο φως, απαραίτητο για την, πολλές φορές, λεπτεπίλεπτη δουλειά της, τα ποικιλόχρωμα σχέδιά της στο ύφασμα. Παράλληλα είχε τη δυνατότητα να επικοινωνεί άνετα με άτομα που θα περνούσαν από εκεί. Η κουβεντούλα απάλυνε τις ατέλειωτες ώρες μοναξιάς της υφάντρας.

Και το τραγούδι της όμως έφτανε πιο εύκολα στ’ αυτιά των γειτόνων και περαστικών, με κύριους αποδέκτες τους νεαρούς, μια και οι πιο πολλές υφάντρες ήταν υποψήφιες για γάμο και ύφαιναν τα προικιά τους.

(Το κείμενο αυτό γράφτηκε από το Νίκο Λεωνίδα Κωστούλα και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα
«ΤΟ ΠΟΛΥΝΕΡΙ», αριθ. φύλλου 4, Νοέμβριο 1998)

ΠΗΓΗ : www.panoreon.gr

Ο Κατσαούνης και ο Γάιδαρος - του Μιχάλη Πριναράκη

 Ένα πολύ τρυφερό κείμενο σε κρητική διάλεκτο που θα σας συγκινήσει ιδιαίτερα με την ΑΝΘΡΩΠΙΑ του 


Picture0001


Σκαλίζοντας τα παλιά χαρτιά μου βρήκα τούτο το κείμενο που 'χα γράψει τον Αύγουστο του 1962 πριν δηλαδή, κάτι παραπάνω από μισόν αιώνα. Θυμόσοφοι και χορατατζήδες οι γερόντοι του χωριού μας δίνανε πολλές αφορμές σ' όσους είχανε διάθεση ν' ασχοληθούνε μαζί τους και να τους καταγραφούνε. Ένας τέτοιος ήτανε κι ο μπάρμπα - Μανώλης, ένα γεροντοπαλίκαρο, που τόνε παρανομιάζανε Κατσαούνη. Κείνα τα χρόνια υπήρχανε στα χωριά μας, γάιδαροι με τέσσερα πόδια, σχεδόν όσοι κι οι αθρώποι. Τότες δεν υπήρχανε ούτε οι αγροτόδρομοι, ούτε τ' αγροτικά αυτοκίνητα, που εκτοπίσανε εντελώς τα τετράποδα. Ένας κι αμοναχός γάιδαρος, υπάρχει ακόμα στο χωριό μας. Κι είναι να λυπάται κανείς πως μαζί με τσι γαϊδάρους, εχάθηκενε κι η αθρωπιά από πολλά απ' τα χωριά μας. 

gaidiour

Κατσαούνη τόνε παρανομιάζανε το μπαρμπα-Μανωλή στο χωριό. Ήταν ένας καλόβολος κι αγαθός γέρος, ξερακιανός κι αποκούντουρος τύπος, πετραντράκι, όπως τσοι λέμε. Τα ογδονταδυό ντου χρόνια είχανε στραπατσάρει το λιγνό και λίγο κορμίν-του κι όμως δεν το λυγίσανε. 
Ντρέτος ντρέτος ο μπαρμπα-Μανώλης εσηκώνουντανε μόλις έκραζεν' ο πρώτος πετεινός, έστρωνε ν-το γάιδαρο κι εκαβαλίκευγενε να πάει στου Τρούλου, ετσά το λέγαν το κατατόπι, για να ξεπατώσει αχινοπόδους, προσανάμματα δηλαδή, να τσοι πάει στη χώρα για το μεροκάματο. 
Χασαρής έτυχε κι ο γάιδαρος κι ούλη ν-την ώρα καβγάδες και τραχαπαλέματα είχανε με το μπαρμπα-Μανώλη, που ωστόσο δεν του κουγιουρντούσανε οι ίδιες έγνοιες του γαϊδάρου και δεν έπαιρνεν' από τέθοια. Με λίγα λόγια δεν εσυβάζουντονε σε τούτο να κι η στραβόβεργα του Κατσαούνη πλιο πολλή ώρα εβρίσκουντονε στον αέρα και στη ράχη του γαϊδάρου για να τόνε κατσαμουλώσει, να τον ηρεμήσει θα πει, παρά στο χώμα, για να βοηθά τα γέρικα πόδια να σέρνουνται. 
"Να σε κάμω θέλω παντέρμε να μη σου μυρίζει μουδέ πουλόζουμο". Έλεγεν ο γέρος κι ανεβοκατέβαζεν' τη στραβόβεργα στη ράχη του γαϊδάρου όντε θελα τύχει να σταθεί να μυρίζεται τσοι καβαλίνες στο δρόμο. 
"Μυρωδικά θέλεις παντέρμε;" είπενε πάλι ο γέρος μιαν άλλην ημέρα μανισμένος. "Εγώ θα σου δώσω". Και φτάνοντας στη χώρα αγόρασενε μια μουστρουχίνα και την εγέμωσενε καβαλίνες και την έδεσενε στη μούρη του γαϊδάρου, να τσι 'χει λέει να τσι μυρίζεται, για να μην ξαργεί στη στράτα. Μα 'χενε λέω και τούτος ο γάιδαρος πολλά κουσούργια και μαζί με ούλα ήταν και ξεσελιάρης και λίγο λίγο βάρος να 'χεν πάει από τη μια μπάντα παραπάνω, εξεσέλανε κι έφευγε ν-το σομάρι μπίτι από τη ράχη ν-του. 
"Ω την παντέρμη τη ράχη σου α δεν είναι ζυγαριά του φαρμακοτρίφτη». Έλεγεν ο Κατσαούνης του γαϊδάρου όντε θελα ξεσελίσει κι έβανενε μιαν πέτρα στο πλιο αλαφρέ δεμάτι για να σοβαρίζει. 
Κάθε φορά που ξεφόρτωνε ν-τα δεμάθια, έβγανενε κι έναν τρόχαλο πέτρες από μέσα κι οι χωραίτες τόνε χορατεύγουντανε: 
«Αγκάθες, ετσά τσοι λεν τσ' αχινοπόδους οι χωραίτες, έφερες μπαρμπα-Μανώλη γή πέτρες;"
«Έμαθα ζάβαλο πως αρχίζετε και στι πετάτε και μια και δεν έχετε επαδά μπόλικες σας τσι 'φερα...», έλεγε κι εκείνος πειραχτικά, γιατ' ήτανε και τούτος χορατατζής. 

002

Είχενε και το κακό Χούι ο γάιδαρος, όπως έλεγεν ο μπαρμπα-Μανώλης κι ατζοπάθιενε όντε τον εφόρτωνενε και πολλές φορές του πάθιενε το σκοινί και δεν εμπόργιεν' ο γέρος να το σύρει, να το περάσει στο σκαρβέλι κι εταραχούντανε. Εγκάνιζενε κιόλας κι εξανέμιζενε όντε θελα δει άλλους γαϊδάρους κι εσκαρνεύγουντανε διαολοπαράξενα όντε θελα μυγιαστεί. 
Τουτανά και τουτανά εταραχούσα ν-το γέρο, μα 'τόνε το παντέρμο "γερό χτήμα", όπως το 'λεγεν ο ίδιος και δεν ήθελενε λέει να το βγάλει από τα χέργια ν-του. 
«Μπαρμπα-Μανώλη, μην ξεσυνορίζεσαι του γαϊδάρoυ, μα όπως δεν μπορεί αυτός να σε κάμει γάιδαρο, δεν μπορείς και του λόγου σου να τόνε κάμεις άθρωπο. Του λόγου σου 'σαι κακό μπράμα μπλιο, μόνα να ξανοίξεις να βρεις κιανένα κακογαϊδουράκι να ταιργιάζετε, μα δεν είναι δα και βαρέ φορτίο οι αχινοπόδοι». Του 'πεν ένας χωριανός μια μέρα που τον είδενε να τσακώνεται πάλι με το γάιδαρο. 
«Δεν είναι ζάβαλε ετσά που τα λες, μόνο γύρευγε τη δουλειά σου...». Αποκρίθηκεν ο γέρος μανισμένος, που δεν ήθελεν ωστόσο να το βάλει κάτω. 
«Οχ' άλλως μπαρμπα-Μανώλη, μα δε σ' είπα δα και καμπούρη...» Διαμαρτυρήθηκεν ο άλλος για το ύφος του γέρου. 
«Είντα κι ανε ν-το 'πες μωρέ δεν είμαι...» Είπενε πάλι ο γέρος πλιο μανισμένος τούτην τη φορά. 
«Θωρώ το μπάρμπα μόνο γεια σου και... ξα σου...» 
Ο Κατσαούνης ήταν ακόμα περήφανος για δυο πράγματα, για τη ντρέτη ράχη ν-του, που δεν μπορέσανε τα 88 ν-του χρόνια να σκεβρώσουνε και για το γιοργαλή και γερό γάιδαρο ντου. Κι ετούτος λέω δα, του τα σούρεψενε, τα κουτσομπόλεψενε θα πει και τα δυο. Για τούτο να του κακοφάνηκενε του Μανωλιού, ειδάλλως ήταν εκείνος και καλοσυνάς και γλυκομίλητος με τσ' αθρώπους, μόνο πως ετσακώνουντανε με το γάιδαρο γιατί δεν του πολυπήγαινενε σορδινιά, με τα νερά ν-του δηλαδή. Οι Κυριακάδες κι οι σκόλες ήτανε μέρες καλές και ξεκούραστες για το μπαρμπα-Μανώλη μα και για το γάιδαρο. Χαράματα, πάλι,-σηκώνουντανε ο γέρος, αχεροτάιζεν κι επότιζεν το γάιδαρο ν-του, ετάιζενε κι' επότιζενε στσ' όρθες και τα κουνέλια, και με την πρώτη καμπάνα έμπαινενε στην εκκλησά τ' Αι-Γιαννιού, γιατ' ήτανε και θρήσκος. Απολείτουργα εγιάερνενε στο φτωχικό ν-του, έτρωεν' ό,τι θελα πέψει ο Θεός, όπως το 'λεγενε κι ύστερα εξεκόπριζενε το στάβλο κι εκαταγίνουντανε με τσ' όρθες και τα κουνέλια γή εμαστόρευγενε ό,τι θελα τύχει. Πολλές φορές εκάθουντανε στο ψηλό, πέτρινο κατώφλι τσ' οξώπορτας, με τα σύνεργα ν-του, για ν' αναμπαλώνει και να μπροκώρει το ξεπατωμένο καθημερνό ν-του στιβάνι. 
«Κακό μ-πράμα 'ναι μωρέ, μα θα τ' αναμαζώξω 'να ψιχάλι, να πορευτώ κάμποσο γ-καιρό...». 
Εμονολόγαν ο γέρος κι επεριεργάζουντονε ένα ξεχαμπετωμένο παλιοστίβανο, που χάσκενε γύρω γύρω στο βάρδουλο. 
Κατοχικό πράμα το στιβάνι, με χοντρό λάστιχ' από κάτω, το 'βαλεν ο γέρος στο σίδερο κι άρχιξενε να το μπροκώνει. Μα οι μπρόκες ανππηδούσανε στο χοντρό λάστιχο και ξεφεύγανε, βινίζοντας στον αέρα σαν τα σκάγια. Εζορίστηκεν ο Κατσαούνης, εβάρηκεν και κιανά δυο φορές με το σφυρί στα δαχτύλια ν-του, τά 'γλυψενε για μια στιγμή, μα στο τέλος επήρεν το κολάι του στιβανιού. Εχτύπαν' ο γέρος με το σφυρί, μα οξαποπίσω από το χτύπο του σφυργιού ακούγουντονε κι άλλος ένας χτύπος, αλλιώτικος κι αποσίγανος... 
«Να το μπροκώσεις θες παντέρμε ανε χεστείς κιόλας...», είπεν ο γέρος σε μια στιγμή τ' απατού ν-του συνεχίζοντας το μονόλογο και τη δουλειά ν-του. 
«Μπαρμπα-Μανώλη, απού θαρεύγεται του κώλου ντου, χέζει τη βράκα ν-του...» Του 'πεν' ένας περαστικός, μα κείνος δεν αποκρίθηκε μον' αναχάσκισε ν-το στόμα ντου σ' ένα ντροπιάρικο χαμόγελο και δυο σπασμένα, κιτρινερά δόντια φανήκανε μέσα. Οι χτύποι συνεχίζουντανε ζευγαρωτοί κι ο Θεός κι η ψυχή ν-του είντ' απογίνηκενε στο τέλος. 
Τούτα να κι άλλα πολλά γεμίζανε τη ζωή του καλοσυνά και χορατατζή γέρου κι ο καιρός έφευγενε, μα ούτ' ο γάιδαρος έβανενε νου, ούτ' ο μπαρμπα-Μανώλης το' βάζε γ-κάτω. 
"Από δικού σου, παντέρμε, θα τη φας την κεφαλή σου", έλεγεν ο γέρος του γαϊδάρου όντε θελα τόνε βρει κιαμιά φορά μπερδεμένο γύρω γύρω στη δεματαρέ και πεσμένο χάμω. Είχεν' και δίκιο ο γέρος, γιατί δεν εβγήκενε στο τέλος ψεύτης. 
Ένα καλοκαιριάτικο πρωινό, ο γέρος σηκώθηκε πάλι πρωί πρωί και πήγαινε οθέ ντο σόχωρο να πάρει το γάιδαρο. Τον είχενε δεμένο στη μεγάλη συκιά κι εκείνος ανήσυχος εγύριζεν' όλη νύχτα γύρω γύρω, εμπέρδεψεν' το σκοινί κι έπεσεν' κάτω. Ετσά πεσμένο τον ηύρεν' ο μπαρμπα-Μανώλης κι ούτε και μπόρεσενε να τόνε σηκώσει ποτέ ν-του. Ο πισινός, ζερβός του πόδας ήτανε σπασμένος και δεν τον βοηθάνε ν' ανασηκωθεί. 

owner__main

'Εφερενε πραχτικούς ο γέρος, έφερενε και χτηνογιατρό, μα του 'πάνε πως δε γίνεσαι πράμα, γιατ' ήτανε λέει σπασμένος ο πόδας ψηλά στην κουτάλα και δεν έδενενε. Ένα βαρύ σύννεφο λύπης απλώθηκε στο γερασμένο πρόσωπο, πού 'κάνε ν-το γέρο να φαίνεται ακόμα γεροντότερος. 
«Κάλλια στο ζο παρά στον άθρωπο, μπαρμπα-Μανώ-λη...», το μ-παρηγόρησε κάποιος χωριανός. 
«Το κακό 'ναι κακό παιδί μου, όποιο γ-κι ανε βρει. Και τα έχνη έχουνε ψυχή και νοιώθουνε κι εκείνα σα τσ' αθρώπους, μόνο που δε μιλούνε για να πούνε τον πόνο ν-τω-νε...» 
Ώρες ολόκληρες ο μπαρμπα-Μανώλης εκάθουντονε σ' ένα πελέκι δίπλα στο γάιδαρο και τόνε τάιζενε, χαϊδεύοντας τα μεγάλα, τριχωτά αυθιά ν-του με τα αδρέ, γέρικα χέρια ν-του. Εκείνος πάλι ανασήκωνενε την κεφάλα ντου, εμυρίζουντανε την ξεφτισμένη βράκα του γέρου κι έτριβγεν' τη μούρη ν-του στο ξεπατωμένο ν-του στιβάνι. Η κακοτυχιά είχενε φερμένο τον ένα πλιο κοντά στον άλλο. 
«Μπαρμπα-Μανώλη, να το σκοτώσομε το ζωντανό κι αυτό να μην παιδεύγεται κι εσύ να μη στεναχωράσαι...», του 'πεν ένας χωριανός μιαν ημέρα. 
Ο μπαρμπα-Μάνώλης στην αρχή δεν το δέχουντανε, μα ύστερα 'δένε πως δεν εγίνουντανε κι αλλιώς. 
Οι χωραίτες εχάσα ν-το γέρο που τους εφοδιαζενε με αγκάθες και πέτρες κι αναρωτιούνταν είντα να γίνηκενε μαθώς. 
Ο μπαρμπα-Μανώλης ζει ήσυχα εδά μπλιο στο φτωχικό ν-του και καταγίνεται με τσ' όρθες και τα κουνέλια ν-του, πραγιά ζωντανά όπως τα λέει, μα θυμάται και τ' αδικοπαομένου γαϊδάρου. Θωρεί την γ-καντωνάδα του σοχώρου που τον έχει θαμμένο κι ένα ξεθυμασμένο γέρικο δάκρυ ξεχειλά τα βαθουλά μάθια ν-του και χάνεται στσι βαθιές ρυτίδες και στα ασπροκίτρινα, πολυκαιρισμένα γένια του γέρου. 
Τύποι σαν το μπαρμπα-Μανώλη υπάρχουν ακόμα πολλοί στην Κρήτη, σκληροί μα γελαστοί, στην καθημερινή βιοπάλη και που παραστέκουνται στον πόνο και στη λύπη και στα ζωντανά και στσ' αθρώπους...
Αύγουστος 1962
ΚΡΗΤΙΚΑ ΝΕΑ/ ΙΟΥΛΙΟΣ - ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2014 
http://boraeinai.blogspot.gr/2014/09/blog-post_55.html 

 http://malia-crete-kgrek.blogspot.gr/