Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

Επίσκεψη στο χωριό Λόυτρα του δήμου Ρεθύμνης

  Η Λούτρα είναι οικισμός της Κοινότητας Μέσης του Δήμου Ρεθύμνηςστην Περιφερειακή Ενότητα Ρεθύμνης της Κρήτης σε υψόμετρο 120 μέτρα


Η Λούτρα είναι μεσαιωνικό χωριό της κεντρικής Κρήτης το οποίο βρίσκεται 2 χλμ. από το κόλπο του Ρεθύμνου (Αλμυρού). Απέχει 11,5 χλμ. ανατολικά (οδηγική απόσταση) και 10 χλμ. (σε ευθεία) από την πόλη του Ρεθύμνου. Αν και σε απόσταση μόλις λίγων χιλιομέτρων από την πόλη του Ρεθύμνου, έχει διατηρήσει τα δικά του χαρακτηριστικά. 

%CF%876

Το χωριό βρίσκεται πάνω στην επαρχιακή οδό Πλατανιών - Μονής Αρκαδίου. Η Λούτρα είναι κτισμένη στη μέση ενός τεράστιου ελαιώνα και χαρακτηρίζεται από στενά λιθόστρωτα δρομάκια, ενετικά κτίρια και παλιά πετρόχτιστα σπίτια.


Αξιοθέατο του χωριού είναι η ΦΑΜΠΡΙΚΑ (παλαιό ελαιοτριβείο), η οποία χρησιμοποιήθηκε έως πριν μερικές δεκαετίες για το άλεσμα των καρπών της ελιάς και τη συγκομιδή του λαδιού.

%CF%875

loutra

 Ενδιαφέρον παρουσιάζει η μεσαιωνική βρύση με την τουρκική επιγραφή και στο σπίτι του Ηλία Σπαντιδάκη (1886-1914) ή Λούη Τίκα (Luis Tikas), ηγέτη της ένωσης εργαζομένων ανθρακωρύχων στο Κολοράντο των ΗΠΑ

%CF%874


Έξω από το χωριό, ένα μικρό μονοπάτι οδηγεί στην εκκλησία του Αγίου Παντελεήμονα και το μνημείο προς τους Λουτριανούς κατοίκους που εκτελέστηκαν από τους Ναζί το 1941, αμέσως μετά τη γερμανική εισβολή στην Κρήτη, ως αντίποινα

%CF%871


Το χωριό έχει 5 εκκλησίες: την πολιούχο του χωριού Αγία Φωτεινή η Σαμαρείτιδα, στο κέντρο του χωριού, το νεκροταφείο της Αγίας Μαρίνας και 3 μικρά εκκλησάκια της Αγίας Άννας, του Αγίου Παντελεήμονα και της Παναγίας "στης Κιτρές το μύλο" (Γέννησης Θεοτόκου). Υπάρχουν ακόμη στην περιοχή Ελληνικά χαλάσματα ισοπεδωμένης Εκκλησίας της Αγίας Ελένης.

%CF%873

Ο δάσκαλος του χωριού Κωνσταντίνος Νικολάου Καλλέργης το 1913 έπεσε ηρωικά μαχόμενος στο Μπιζάνι για την απελευθέρωση των Ιωαννίνων από τον Τουρκικό ζυγό. Είχε καταταγεί εθελοντής στο Ανεξάρτητο Σύνταγμα Κρητών.

%CF%872

Δέν είναι η Ερμούπολη, ούτ´η Ερμιονίδα.


Αλλά καί τέτοια ομορφιά ,αλλού ποθές δέν είδα.


Λούτρα τό λένε τό χωριό , κι από μακρυά βγορίζει.


Στούς πρόποδες τού Αρκαδιού είναι και ξεχωρίζει.


Στή Λευτεριά λεβέντες της , είναι θυσιασμένοι !!


κι ειναι η Ιστορία της,  μ ολόχρυσα γραμμένη.


Τό Λούη Τίκα γέννησε, τό μέγα Επαναστάτη !


Σύμβολο  τής Αμερικής στά δίκια τού εργάτη.


Σέ όλη τήν Αμερική  τού στήσαν Ανδριάντες!


Καί τόν τιμούν σάν ήρωα πού δίδαξε τούς πάντες.


Μά κι άλλο συνομήλικο ήρωα η Λούτρα βγάνει.


Γιά τής Πατρίδος τήν Τιμή έπεσε στό Μπιζάνι.


Άφησε τό Σχολείο του στήν Ήπειρο νά τρέξει.


Μπροστά στό χρέος τής τιμής , δέν είχε νά διαλέξει.


Κωστή Καλλέργη! Δάσκαλε ! Πού πεσες στό Μπιζάνι,


Παντοτεινό Μνημόσυνο η σκέψη μας σού κάνει,


Στά χιονισμένα τά βουνά έγραψες Ιστορία.


Τα Γιάννενα ελεύθερα γιά νά ναι στήν πορεία.


ΡΕΘΥΜΝΟ 7/6/2019


Κωστής Ι.Γ. Καλλέργης ( ΚΙΓΚ)


tikas

Στο χωριό δραστηριοποιείται ο πολιτιστικός σύλλογος Λούτρας που διοργανώνει αρκετές πολιτιστικές εκδηλώσεις με πιο σημαντική τον «Δρόμο μνήμης Λούη Τίκα». 


Πρόκειται για αγώνα απόστασης 10.000 μέτρων που ξεκινάει από την Ιερά Μονή Αρκαδίου με σημείο τερματισμού την οικία στην οποία γεννήθηκε ο Λούης Τίκας, με διαδρομή Αρκάδι - Αμνάτος - Κυριάννα - Λούτρα


loutra1


Η Λούτρα αναφέρεται με το ίδιο όνομα (Lutra) στις βενετσιάνικες πηγές του 16ου αιώνα. Σε άλλες πηγές λέγεται Lustra ή Lucia. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση, το χωριό οφείλει το όνομά του στα λουτρά των κατοίκων των Αλιάκων (Αλιάκες), οικισμός που ήταν δίπλα προς τα Νοτιοανατολικά, αλλά δεν σώζεται σήμερα εκτός από μερικά χαλάσματα, και είχε ισοπεδωθεί από τους Τούρκους στα 1646. 


Στα 1810, ο γενίτσαρος Γετημαλής, σκότωσε στην περιοχή με μαρτυρικό θάνατο την μάνα και την κόρη της, Πανωραία τη Μεγάλη Παρασκευή, και η ταφή τους έγινε στο προαύλιο του ναού της Αγίας Άννας. Η εκκλησία είναι πετρόχτιστη, στην πετροπελεκημένη είσοδό της υπάρχει μια ρομφαία και διατηρείται σήμερα ως εξωκλήσι της Λούτρας. 


Ένα τμήμα του χωριού κατοικούνταν από τους Οθωμανούς Τούρκους οι οποίοι με την ανταλλαγή πληθυσμών εγκατέλειψαν την περιοχή ενώ εκεί εγκαταστάθηκαν Έλληνες Μικρασιάτες πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία.

kouiz-louis-tikas-loutra

Ως οικισμός αναφέρεται επίσημα το 1925 με το ΦΕΚ 27Α - 31/01/1925 να προσαρτάται στην τότε κοινότητα Μέσης. Το 1997 με το ΦΕΚ 244Α - 04/12/1997 αποσπάται από την κοινότητα Μέσης και προσαρτάται στο δήμο Αρκαδίου, ενώ το 2010 με το ΦΕΚ 87Α - 07/06/2010 αποσπάται από το δήμο Αρκαδίου και προσαρτάται στο δήμο Ρεθύμνης


 Σύμφωνα με το σχέδιο Καλλικράτης, μαζί με τη Μέση και την Αγία Τριάδα, αποτελούν τη τοπική κοινότητα Μέσης υπάγεται στη δημοτική ενότητα Αρκαδίου του Δήμου Ρεθύμνης και σύμφωνα την απογραφή του 2011 έχει πληθυσμό 278 κατοίκους

Οι Μουρνιές το προάστιο του Δήμου Χανίων

 Οι Μουρνιές είναι κωμόπολη του νομού Χανίων και προάστιο του Δήμου Χανίων. Σύμφωνα με την απογραφή του 2011, οι Μουρνιές έχουν 7.553 κατοίκους. 


Η ονομασία της προέρχεται από τον πληθυντικό του δέντρου μουρνιά, που σημαίνει μουριά. Βρίσκεται τέσσερα χιλιόμετρα νότια των Χανίων, στα σύνορα της πόλης και αποτελεί προάστιο αυτής.


Στις Μουρνιές γεννήθηκε ο μεγάλος Έλληνας πολιτικός του πρώτου μισού του 20ού αιώνα Ελευθέριος Βενιζέλος. Εκεί βρίσκεται μέχρι σήμερα η οικογενειακή του οικία.


 Έως και το 2010, οι Μουρνιές ήταν έδρα δήμου που έφερε το όνομά του πολιτικού: Δήμος Ελευθερίου Βενιζέλου. Σήμερα, μετά τις αλλαγές που επέφερε το Πρόγραμμα Καλλικράτης, οι Μουρνιές υπάγονται διοικητικά στο δήμο Χανίων.


Οι Μουρνιές αναφέρονται από τον Φραντσέσκο Μπαρότσι το 1577 ως Murnes. Στην απογραφή του 1583 (Καστροφύλακας Κ236) είχε 290 κατοίκους. 



Στην περιοχή υπήρχαν στις αρχές του 17ου αιώνα ωραίες επαύλεις και ένα γυναικείο μοναστήρι, μετόχι της Μονής Χρυσοπηγής, αλλά πυρπολήθηκαν από τους Βενετούς καθώς σε αυτούς παραδόθηκαν επαναστατικά έγγραφα. 



Το 1833 συγκεντρώθηκαν στις Μουρνιές περίπου 7.000 άτομα για να διαμαρτυρηθούν για την φορολογία που επέβαλε ο Αιγύπτιος Μοχάμεντ Άλι αλλά η διαμαρτυρία κατεστάλη βιαίως και οδήγησε στο κρέμασμα 30 Χριστιανών προεστών και στην εξορία των Τούρκων που συμμετείχαν. 



Το 1864 γεννήθηκε στις Μουρνιές ο Ελευθέριος Βενιζέλος. Στις 2 Νοεμβρίου 1905 στο μοναστήρι της περιοχής, υπεγράφη ανάμεσα στον Ελευθέριο Βενιζέλο και στους αντιπροσώπους των Προστατίδων Δυνάμεων της Κρητικής Πολιτείας η συμφωνία με την οποία τερματίστηκε η Επανάσταση του Θερίσου. Το 1920 η πόλη βρίσκεται στο δήμο Χανίων με 520 κατοίκους.


Νοτιοανατολικά των Μουρνιών βρίσκεται το Νοσοκομείο των Χανίων και μια παλιά τριώροφη έπαυλη, γνωστή ως "Κουκουναρά". Η έπαυλη ήταν ενετική αλλά κάηκε από τον Γεώργιο Δασκαλάκη στην επανάσταση του 1821 και κατασκευάστηκε ξανά από Χαμίτ βέη Κασιμιζάδες το 1836. 


Στην έπαυλη έχουν φιλοξενηθεί ο σουλτάνος Αμπντούλ Μετζίτ, η Μαντάμ Ορτάνς, η Βασίλισσα Όλγα και ο Κωνσταντίνος Α΄ της Ελλάδας

Η Λαμία πρωτεύουσα της Περιφερειακής Ενότητας Φθιώτιδας

 Η Λαμία είναι πόλη της Ελλάδας και πρωτεύουσα της Περιφερειακής Ενότητας Φθιώτιδας. Είναι κτισμένη στις πλαγιές του όρους Όθρυς, απέναντι από την οροσειρά της Οίτης σε υψόμετρο 240 μέτρα, κοντά στον ποταμό Σπερχειό και αποτελεί κέντρο αγροτικής και κτηνοτροφικής της Στερεάς Ελλάδας.


Η πόλη εκτείνεται μεταξύ του λόφου του Αγίου Λουκά και του Κάστρου (με πολλούς ανηφορικούς και κατηφορικούς δρόμους) με επέκταση προς το νότο (με πιο πεδινές περιοχές). Με την εφαρμογή του αυτοδιοικητικού Προγράμματος «Καλλικράτης» το 2011, η Λαμία παρέμεινε ως έδρα του διευρυμένου Δήμου Λαμιέων, συσσωρεύοντας όλες τις προβλεπόμενες υπηρεσίες. Απέχει 206 χιλιόμετρα από την Αθήνα και 298 χιλιόμετρα από την Θεσσαλονίκη.



Η ενότητα αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με παραπομπές. Παρακαλούμε βοηθήστε προσθέτοντας την κατάλληλη τεκμηρίωση. Ατεκμηρίωτο υλικό μπορεί να αμφισβητηθεί και να αφαιρεθεί. (Η σήμανση τοποθετήθηκε στις 17/12/2022)

Κατά τη μυθολογία, η Λαμία χτίστηκε από τον Λάμο, το γιο του Ηρακλή και της Ομφάλης, της ακόλαστης χήρας - βασίλισσας της Λυδίας που αγόρασε από τον Ερμή τον Ηρακλή. Μια άλλη εκδοχή είναι ότι χτίστηκε από τη Λαμία, τη βασίλισσα των Τραχινίων, θυγατέρα του Ποσειδώνα. Η λέξη Λαμία ετυμολογικά συγγενεύει με το «λαιμός» ή «λάμος», που σημαίνει χάσμα, βάραθρο ή και αχόρταγος, λαίμαργος. Είναι γνωστό πως μέσα από την πόλη περνούσε μεγάλο και βαθύ ρέμα. 


Στη βορειανατολική πλευρά της Πλατείας Λαού, σε πρόσφατη ανασκαφή για ανοικοδόμηση αποκαλύφθηκε ένα βαθύ φαράγγι με τρεχούμενο νερό. Δεν αποκλείεται η Λαμία να ονομάστηκε έτσι από το ρέμα και τις πολλές της λάμιες που ζούσαν εκείνα τα χρόνια στην πυκνή της βλάστηση. Άλλη θεωρία είναι εκείνη που αναφέρει ο Αριστοτέλης. 


Η λέξη Λαμία είναι γένους θηλυκού, ονόματος επιθέτου και σημαίνει την περιοχή, τη χώρα, την πόλη που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο λόφους. Γύρω στα 19 μ.Χ. η Λαμία για πρώτη φορά χάνει το όνομά της και λέγεται Σεβαστή προς τιμήν του Ρωμαίου αυτοκράτορα («Σεβαστός» ήταν η ελληνική απόδοση του λατινικού τίτλου Augustus).


Παραμένει άγνωστο πότε έλαβε και πάλι το όνομα Λαμία, όπως επίσης και πότε και από ποιους μετονομάστηκε Ζητούνι. Από τον Μεσαίωνα, η πόλη ονομαζόταν Ζητούνι. Ίσως αυτή η αλλαγή να έγινε στους χρόνους του Ιουστινιανού. Συναντάται ως Ζητούνι στην Η΄ Οικουμενική Σύνοδο, στα 869. Εμφανίζεται με παραλλαγές, όπως: Ζητούνιον, Ζηρτούνιον, Ζητόνιον, Gipton (κατά τους βυζαντινούς χρόνους), Situn (κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας), El Sito (κατά τη σύντομη κατοχή των Καταλανών) και Ιζντίν κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας. Πολλοί ιστορικοί προσπάθησαν να δώσουν κάποια εξήγηση όσον αφορά στην προέλευση της λέξης. Μερικοί πιστεύουν πως προέρχεται από το τούρκικο ή αραβικό Zeitun που σημαίνει ελιά.


Η πόλη της Λαμίας αποτελείται από 23 συνοικίες:


Άγιοι Θεόδωροι

Άγιος Κοσμάς

Άγιος Λουκάς

Αγία Παρασκευή

Αγριλιά

Αμφιθέα

Ανθέων

Ανθήλη

Άνοιξη

Αφανός

Γαλανέικα

Καλύβια

Μεγαλή Βρύση

Νέα Άμπλιανη

Νέα Ευρυτανία

Νέα Ιωνία

Νέα Μαγνησία

Νέα Πολιτεία

Νεάπολη

Παγκράτι

Ροδίτσα

Σταυρός

Ταράτσα


Η Λαμία είναι χτισμένη σε στρατηγική θέση, στις νότιες παρυφές του όρους Όθρυς. Πρόσφατες ανασκαφικές έρευνες απέδειξαν ότι η περιοχή κατοικείτο τουλάχιστον από την εποχή του Ορείχαλκου (2800-1100 π.Χ.) Σημαντική άνθιση φαίνεται πως γνώρισε από το 413 π.Χ. Ήδη από τα τέλη του 5ου αι. πρέπει να ήταν οχυρωμένη, σύμφωνα με τμήματα οχυρώσεων στην ακρόπολη και στη σημερινή πόλη.


Ωστόσο η αρχαιότερη γραπτή μαρτυρία για την οχύρωση της Λαμίας προέρχεται από τον Διόδωρο Σικελιώτη. Η οχύρωση αποσκοπούσε στην επιτήρηση της κοιλάδας του Σπερχειού, της παραλιακής οδού και του στενού περάσματος που οδηγεί στη Θεσσαλία. Η πόλη μετά τα μέσα του 4ου αι. π.Χ. τέθηκε κάτω από την κυριαρχία του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας. Το 323 π.Χ. η Λαμία έμεινε στην ιστορία ως η πόλη του «Λαμιακού Πολέμου», καθώς εκεί πραγματοποιήθηκε η μεγάλη σύγκρουση του μακεδονικού στρατού με το στρατό των υπόλοιπων ελληνικών πόλεων που μάχονταν κατά των Μακεδόνων. Η Λαμία παρέμεινε κάτω από τη μακεδονική εξουσία μέχρι το 302 π.Χ., οπότε ο Δημήτριος ο Πολιορκητής την ανακήρυξε ανεξάρτητη, και μέχρι την κατάληψή της από τους Ρωμαίους παρέμεινε κάτω από την επιρροή των Θεσσαλών και των Αιτωλών.


Το ποδόσφαιρο ανακαλύφθηκε στην αρχαία Λαμία σύμφωνα με τη μαρμάρινη απεικόνιση που βρέθηκε στην περιοχή που βρίσκεται σήμερα το Δ.Α.Κ. Λαμίας, στην οποία ένας αθλητής παίζει το άθλημα "επίσκυρος", που αποτελεί την πρώιμη μορφή ποδοσφαίρου. Το εύρημα αποτελεί την πιο αρχαία παράσταση που έχει βρεθεί πότε στον ελλαδικό χώρο και χρονολογείται τον 5ο με 4ο αιώνα π.Χ.



Για τη ζωή της στους χριστιανικούς χρόνους δεν υπάρχουν πολλές ιστορικές πληροφορίες, πέραν του ότι αποτέλεσε έδρα επισκοπής κατά τον 5ο και 6ο αιώνα. Από τον 9ο αιώνα (869-870), η πόλη εμφανίζεται στις πηγές ως Ζητούνι. Το 1204 με την κατάλυση της βυζαντινής κυριαρχίας ύστερα από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της Δ΄ Σταυροφορίας, πέρασε στα χέρια των Φράγκων, που ίδρυσαν εκεί τη Βαρωνία του Ζητουνίου, με το όνομα Girton. Η οχύρωση της ακρόπολης (Ακρολαμία) αναφέρεται για πρώτη φορά ως Κάστρο σε μια επιστολή του Πάπα Ιννοκέντιου Γ΄ (αρχές 13ου αι.). 


Στα 1218, κατελήφθη από τον Δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρο Κομνηνό Δούκα. Το 1275 το Κάστρο παραδόθηκε από τον ηγεμόνα της Θεσσαλίας Ιωάννη Α΄ Δούκα, ως προίκα στον μετέπειτα Δούκα των Αθηνών Γουλιέλμο δε λα Ρος. Στα 1311, το Κάστρο του Ζητουνίου πέρασε στα χέρια των Καταλανών υπό την αιγίδα του Βασιλείου της Νεαπόλεως, με την ονομασία El Cito. Από το 1446 πέρασε στα χέρια των Οθωμανών Τούρκων μέχρι την απελευθέρωση της πόλης στα 1832-1833. 


Στα 1658, ίσως και πιο νωρίς, άρχισε να λειτουργεί στη Λαμία το γνωστό παζάρι, με πανελλήνια και παμβαλκανική ακτινοβολία. Από το 1884 μέχρι και το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το Κάστρο χρησιμοποιήθηκε ως στρατώνας. Το 1973 ο χώρος παραδόθηκε από το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας στο Υπουργείο Πολιτισμού και το 1984 ο Δήμος Λαμιέων ανέλαβε την ανάπλασή του και την επισκευή του στρατώνα, με σκοπό τη στέγαση του Αρχαιολογικού Μουσείου της πόλης.

Πρώτοι έφτασαν ως πρόσφυγες στην περιοχή Μικρασιάτες και Θρακιώτες πρόσφυγες από τις πρώτες διώξεις που υπέστησαν από το 1912 και μετά. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκαν στη Λαμία και άλλες περιοχές της Φθιώτιδας οικογένειες προσφύγων από τη Μικρά Ασία (Προύσα, Σμύρνη, Κυδωνιές, Πέργαμος κ.ά.), την Ανατολική Ρωμυλία (Φιλιππούπολη κ.ά.) και την Ανατολική Θράκη (Ραιδεστός, Καλλίπολη κ.ά.). Εγκαταστάθηκαν στη Στυλίδα, τη Λοκρίδα (Μώλος, Αταλάντη, Άγιος Κωνσταντίνος) και τη Λαμία. Στη Λαμία εγκαταστάθηκαν σε περιοχές όπως η ενορία της Παναγίας, η Μεγάλη Βρύση, η ενορία Αγίων Θεοδώρων, η ενορία Αγίου Νικολάου. Επίσης δημιούργησαν και το συνοικισμό της Νέας Μαγνησίας στον οποίο έδωσαν το όνομα της Μαγνησίας της Μικράς Ασίας. 


Οι πρόσφυγες εργάζονταν κυρίως ως εργάτες, ενώ ανέπτυξαν δύο νέους παράγοντες στην οικονομία της περιοχής. Πρώτον την αντικατάσταση των τσιφλικιών από τη μικροϊδιοκτησία και δεύτερον την ανάπτυξη της καπνοκαλλιέργειας, παράγοντες που συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη του Νομού Φθιώτιδας.

 Στη Λαμία λειτουργούσε Γραφείο Εποικισμού, ενώ έως το Μάρτιο του 1925 είχαν διανεμηθεί σε πρόσφυγες 10.300 στρέμματα γης. Τη διετία 1924 - 1925 έγιναν πολλές απαλλοτριώσεις για προσφυγική αποκατάσταση, από την οποία επωφελήθηκαν ταυτόχρονα και οι γηγενείς. Από τότε έως το 1930 αυτές συμβαίνουν σποραδικά, αφού οι ιδιώτες πουλάνε εκούσια. Μεταξύ του 1925 - 1928 σημειώνεται αύξηση των καλλιεργούμενων εκτάσεων.



Στις 18 Οκτωβρίου 1944, ανήμερα της θρησκευτικής εορτής του Αγίου Λουκά, απελευθερώθηκε η πόλη της Λαμίας, μετά την αποχώρηση των ναζιστικών στρατευμάτων και την υποχώρηση τους προς το βορρά. Ήδη στις 17 Οκτωβρίου δυνάμεις του ΕΛΑΣ Ρούμελης (ομάδα της ΧΙΙΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ) συγκρούστηκαν με τους Γερμανούς στη Μεγάλη Βρύση, όπου σκοτώθηκαν εννέα μαχητές. Το απόγευμα της ίδιας μέρας στη Λαμία μία ομάδα Ες Ες (SS) συνάντησε στη σιδηροδρομική γραμμή δύο νεαρούς Λαμιώτες. Τους κυνήγησαν και εκτέλεσαν τον έναν επιτόπου λίγο πριν σημάνουν οι καμπάνες της απελευθέρωσης.


Στις 18 Οκτώβρη το βράδυ, οι τελευταίοι Γερμανοί στρατιώτες εγκατέλειψαν τη Λαμία κάτω από το σφυροκόπημα των τμημάτων της ΧΙΙΙ Μεραρχίας που τα ξημερώματα μπήκαν στην πόλη.


Πρώτο εισήλθε το σύνταγμα του Θύμιου Ζούλα με τον καπετάνιο του ΕΛΑΝ Σωτήρη Μπεγνή, αλλά σχεδόν ταυτόχρονα από την άλλη είσοδο της πόλης έμπαινε το τμήμα του Νικηφόρου (Δημήτρης Δημητρίου) με τον καπετάν-Ατρόμητο (Δημήτρης Καπερώνης). 


Στις 19 Οκτώβρη στη Λαμία έφτασε και το ΙΙΙ τάγμα του 42ου συντάγματος του Φώτη Βερμαίου (Φοίβος Γρηγοριάδης) με τον καπετάνιο του Περικλή (Γιώργο Χουλιάρα) και το 36ο σύνταγμα της ΧΙΙΙ Μεραρχίας από την Άμφισσα. Ο Άρης Βελουχιώτης έφτασε το σούρουπο της 20ής Οκτωβρίου στη γενέτειρά του τη Λαμία, όπου ο λαός τον υποδέχτηκε θριαμβευτικά.


Οι ναζί λίγο πριν φύγουν είχαν προβεί σε υπονομεύσεις για την ανατίναξη αποθηκών με πυρομαχικά στο συγκρότημα των παλιών στρατώνων (στρατόπεδο Τσαλτάκη). Το σχέδιο της ανατίναξης των πυρομαχικών και της πόλης της Λαμίας όμως απέτυχε καθώς ο Αυστριακός κλειδούχος Josef Blechinger (Ηλίας Κόκκινος) που εργαζόταν στο σιδηρόδρομο έκοψε το καλώδιο πυροδοτήσεως των υπονομευμένων εκρηκτικών και των πυρομαχικών και έσωσε την πόλη από την καταστροφή.

Η απελευθέρωση της Λαμίας στάθηκε αναίμακτη, χάρις στον ηρωισμό αυτού του ανθρώπου και τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ που αγωνίστηκαν κατά των ναζί. Το 1946, ο Δήμαρχος Λαμιέων Σταύρος Χαραλαμπόπουλος ανακοίνωσε την πρόθεση του δήμου να οριστεί ο Ευαγγελιστής Λουκάς προστάτης της πόλης και η 18η Οκτωβρίου ημέρα τοπικής εορτής. 


Στις 25 Ιουνίου 1948 δημοσιεύθηκε Βασιλικό Διάταγμα «Περί αναγνωρίσεως ως μονίμου τοπικής θρησκευτικής εορτής τελετής του Ευαγγελιστού Λουκά Λαμίας», με το οποίο ορίζεται πολιούχος της πόλης ο Ευαγγελιστής Λουκάς.


Το οχυρωματικό σύστημα της Λαμίας αποτελούνταν από δυο ζώνες, την ακρόπολη και το τείχος της κάτω πόλης. Ο σωζόμενος οχυρωματικός περίβολος έχει κάτοψη τριγωνική και σώζεται σε καλή κατάσταση λόγω των συνεχών επισκευών. Η περίμετρός του φτάνει τα 600 μ. και το ύψος του ποικίλλει φτάνοντας στη ΒΔ γωνία τα 13 μέτρα.


Το πάχος της τοιχοποιίας είναι κατά μέσο όρο 1,35 μ. και απολήγει σε οδοντωτές επάλξεις. Το Κάστρο έχει δυο πύλες, μια στα ΝΑ, τη λεγόμενη και «σιδηρά πύλη», μέσω της οποίας επικοινωνούσε με την κάτω πόλη, και μια στα ΒΑ που οδηγούσε προς την Όθρυ.


Ενισχυτικοί πύργοι υψώνονται κοντά στις πύλες, στις γωνίες του τείχους και σε όλα τα ασθενή για την άμυνα σημεία. Εσωτερικά ο χώρος διαιρούνταν με δυο εγκάρσιους τοίχους σε τρία μέρη. Το βόρειο τμήμα (ακροπύργιο) βρίσκεται ψηλότερα και χρησίμευε ως το έσχατο καταφύγιο των υπερασπιστών του Κάστρου. Το πλάτωμα της ΝΔ γωνίας χρησίμευε στο Μεσαίωνα ως προμαχώνας και διέθετε δεξαμενή. 


Στην ίδια θέση διατηρούνται λείψανα τζαμιού. Την εποχή του Όθωνα ανεγέρθηκε στο κέντρο του μεσαίου πλατώματος ένα διώροφο ορθογώνιο κτήριο που αποτελούσε στρατώνα έως τις αρχές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Σήμερα όμως το ιστορικό αυτό σημείο της πόλης λειτουργεί ως μουσείο, με πολλά ιστορικά αντικείμενα.


Ο οχυρωματικός περίβολος παρουσιάζει αρκετές οικοδομικές φάσεις. Το αρχαιότερο τμήμα πολυγωνικού συστήματος, που χρονολογείται στον 5ο αι. π.Χ., βρίσκεται στη ΒΔ γωνία της δυτικής πλευράς. 


Στη βάση του ΒΔ πύργου απαντά ισόδομο τραπεζιόσχημο σύστημα δόμησης που μπορεί να χρονολογηθεί από τα τέλη του 5ου ώς τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. Ισόδομο ορθογώνιο σύστημα απαντά σε αρκετά άλλα σημεία της βάσης του τείχους. 

Παραμένει αβέβαιο αν υπήρξε κάποια ανακαίνιση του τείχους στην εποχή του Ιουστινιανού. Τα τμήματα αργολιθοδομής με ενδιάμεση χρήση συνδετικού κονιάματος και κεραμιδιών ανήκουν σε επισκευές πιθανόν των βυζαντινών χρόνων, αλλά επίσης των Φράγκων και των Καταλανών. Νέες συμπληρώσεις και επισκευές πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Την ίδια εποχή διαμορφώθηκαν και οι πύλες. Οι προσθήκες της Τουρκοκρατίας διακρίνονται από την άφθονη χρήση ασβεστοκονιάματος ως συνδετικού υλικού.



Ο Στρατηγός και πολιτικός Σαρλ ντε Γκωλ,

 Ο Σαρλ ντε Γκωλ (Charles André Joseph Marie de Gaulle, στη Γαλλία συνήθως Général de Gaulle (Στρατηγός ντε Γκωλ), 22 Νοεμβρίου 1890 - 9 Νοεμβρίου 1970) ήταν Γάλλος στρατηγός και πολιτικός, ο οποίος ηγήθηκε των Γαλλικών δυνάμεων στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, και υπηρέτησε ως επικεφαλής της Γαλλικής κυβέρνησης από το 1944 έως το 1946 και από το 1958 έως το 1969.


Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν παρασημοφορημένος ανθυπολοχαγός. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αρνήθηκε να αποδεχθεί την ανακωχή που η Γαλλική Κυβέρνηση κήρυξε με τη Γερμανία, και έγινε ηγέτης της Εθνικής Αντίστασης. Μεταξύ του 1944 και του 1946, μετά την απελευθέρωση της Γαλλίας από τη γερμανική κατοχή, έγινε επικεφαλής της γαλλικής προσωρινής κυβέρνησης, η οποία είχε σκοπό την επανίδρυση της Γαλλικής Δημοκρατίας. Το 1958, σε μια περίοδο μεγάλης αστάθειας για τη Γαλλία, η Εθνοσυνέλευση τον επανέφερε στην εξουσία.


 Για να αντιμετωπίσει την εθνική αναταραχή, ο ντε Γκωλ εμπνεύστηκε ένα νέο Σύνταγμα και ίδρυσε την Πέμπτη Γαλλική Δημοκρατία, την τρέχουσα μορφή της Γαλλικής Κυβέρνησης. Κατά τη διακυβέρνηση του ντε Γκωλ, η Γαλλία έγινε μια απο τις μεγάλες δυνάμεις του Ψυχρού Πολέμου. 


Το 1965 επανεκλέχθηκε Πρόεδρος, αλλά μερικά χρόνια αργότερα συνέβησαν τα γεγονότα του Μάη του '68, όπου εκτεταμένες διαδηλώσεις κατά της κυβέρνησης του από φοιτητές και εργάτες οδήγησαν σε γενική απεργία, πολιτική αναταραχή και σχεδόν σε επανάσταση. Μετά απο αυτό, ο ντε Γκωλ κήρυξε νέες εκλογές, τις οποίες νίκησε. Το 1969 αποσύρθηκε αφού έχασε ένα δημοψήφισμα, και πέθανε έναν χρόνο αργότερα.


Ο Σαρλ ντε Γκωλ θεωρείται η κορυφαία πολιτική φυσιογνωμία της μεταπολεμικής Γαλλίας. Η πολιτική ιδεολογία του είναι γνωστή ως Γκωλισμός (Gaullisme) και έχει σημαντική επιρροή στη γαλλική πολιτική μέχρι και σήμερα.



Ο Σαρλ ντε Γκωλ γεννήθηκε στη Λιλ (Lille) της Γαλλίας ως δευτερότοκος γιος μιας οικογένειας ρωμαιοκαθολικών της ανώτερης μεσοαστικής τάξης και διαποτίστηκε με τις διδαχές του φιλόσοφου πατέρα του, γεγονός όμως που δεν τον εμπόδιζε να εκδηλώσει εξ απαλών ονύχων το ενδιαφέρον του για στρατιωτική σταδιοδρομία.


Το 1913, γίνεται ανθυπολοχαγός σε σύνταγμα πεζικού με διοικητή τον συνταγματάρχη Φιλίπ Πεταίν. Όταν ένα χρόνο αργότερα ξεσπά ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος ο Ντε Γκωλ πολεμά στο Βερντέν και τραυματίζεται τρεις φορές. Το 1921, νυμφεύεται την Υβόν, με την οποία αποκτά τρία παιδιά. Το 1925, ο Πεταίν τον τοποθετεί αξιωματικό του επιτελείου του Ανώτερου Πολεμικού Συμβουλίου και για αρκετά χρόνια υπηρετεί στη στρατιωτική δύναμη κατοχής στη Ρηνανία της Γερμανίας.


Εκεί έγραψε το έργο «Η διχόνοια στους κόλπους του εχθρού», μία μελέτη γύρω από τον συσχετισμό πολιτικών και στρατιωτικών δυνάμεων στη Γερμανία. Ακολουθεί η μελέτη στρατιωτικής θεωρίας «Προς έναν επαγγελματικό στρατό», στην οποία υποστηρίζει με ζήλο την ιδέα ενός ολιγάριθμου στρατού εξοπλισμένο σε ύψιστο βαθμό με μηχανοκίνητα μέσα. Οι απόψεις του έρχονται σε πλήρη αντίθεση με την αμυντική πολιτική που έχει υιοθετηθεί τότε στη Γαλλία από τον Στρατηγό Μωρίς Γκαμελέν. 


Οι θεωρίες του επιβεβαιώνονται όταν ο γερμανικός στρατός εισβάλλει στη Γαλλία. Ο ίδιος τιμάται για τη δράση του με τον βαθμό του ταξιάρχου, στα γαλλικά 'Général de brigade', κατά λέξη στρατηγός ταξιαρχίας, εξ ου και η τιμητική προσφώνηση Στρατηγός.


Όταν βλέπει την πατρίδα του έτοιμη να παραδοθεί στις δυνάμεις του Άξονα, καταφεύγει στο Λονδίνο. Στις 18 Ιουνίου 1940, απευθύνει τη ραδιοφωνική έκκληση προς τους συμπατριώτες του να συνεχίσουν τον πόλεμο υπό την ηγεσία του και στις 2 Αυγούστου ένα γαλλικό στρατοδικείο τον καταδικάζει ερήμην σε θάνατο.



Με το τέλος του πολέμου στη Γαλλία συμμετέχει στις 26 Αυγούστου 1944 σε μια πορεία θριάμβου στα Ηλύσια Πεδία επευφημούμενος ως εθνικός ήρωας. Ο ίδιος αντιτάσσεται στη νεοσύστατη Δ΄ Γαλλική Δημοκρατία.


Το 1947, ιδρύει τον Συναγερμό του Γαλλικού Λαού (Rassemblement du Peuple Français-RPF), ένα κίνημα που εκφράζει τις γκωλικές απόψεις και το 1951 μετασχηματίζεται σε κόμμα. Με την κρίση στην Αλγερία το 1958 έρχεται ο κίνδυνος ενός εμφυλίου πολέμου και ο Σαρλ ντε Γκωλ εκλέγεται πρώτος πρόεδρος της Ε΄ Γαλλικής Δημοκρατίας. Το 1962 τελικά αναγνωρίζει το αλγερινό κράτος βλέποντας ότι το μέλλον της Γαλλίας δεν θα ήταν η διατήρηση των αποικιών της, αλλά η νέα ευρωπαϊκή πορεία.

Αναπτύσσει στενές πολιτικές σχέσεις με τη Δυτική Γερμανία και η προσωπική φιλία του με τον Γερμανό καγκελάριο Κόνραντ Αντενάουερ εξελίσσεται στη Γερμανο-Γαλλική Φιλία. Παράλληλα, ήταν αντιμέτωπος με την επιρροή των ΗΠΑ στο ΝΑΤΟ και στην Ευρώπη. Πέθανε το 1970, από καρδιακή προσβολή.


Από νωρίς υποστήριξε την προσέγγιση της Ελλάδας στην (τότε) ΕΟΚ, πράγμα που τόνισε και κατά τη διάρκεια τις επίσκεψης του Κωνσταντίνου Καραμανλή στο Παρίσι. Επίσης ήταν υπέρ της προστασίας της Ελλάδος από τους επικίνδυνους γείτονές της. Ο Ντε Γκωλ δέχτηκε και πρόσκληση από τον Βασιλιά Παύλο να επισκεφθεί την Ελλάδα. Έτσι, στις 16 Μαΐου του 1963 έφτασε στην Αθήνα ο πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας στρατηγός Ντε Γκωλ, συνοδευόμενος από τον υπουργό Εξωτερικών Κουβ ντε Μιρβίλ. 


Η υποδοχή που του έγινε ήταν εντυπωσιακή. Η κυβέρνηση Καραμανλή έπαιξε με μεγάλη προσοχή το ευρωπαϊκό χαρτί, προκειμένου να επωφεληθεί από τη σύνδεση με την Ε.Ο.Κ., φροντίζοντας ταυτόχρονα να μην υπάρξει η παραμικρή αμφιβολία για τον σταθερό προσανατολισμό της στην Ατλαντική Συμμαχία, δεδομένου ότι ο Ντε Γκωλ την εποχή εκείνη συμβόλιζε την τάση χειραφέτησης της Ευρώπης από την αμερικανική κηδεμονία. 


Το σημαντικότερο όφελος από την επίσκεψη Ντε Γκωλ για την κυβέρνηση Καραμανλή ήταν η απόκτηση ενός πολιτικού κεφαλαίου, το οποίο όμως εξανεμίστηκε αμέσως από τη θύελλα που προκάλεσε η δολοφονία του βουλευτή της Ε.Δ.Α. Γρηγόρη Λαμπράκη, τρεις μόλις ημέρες μετά την αναχώρηση του Ντε Γκωλ από τη Θεσσαλονίκη. Εκεί, απαντώντας σε σχετική προσφώνηση του Καραμανλή, ο Γάλλος πρόεδρος δήλωσε για τη Μακεδονία: 


"Είναι διά την χώραν σας μια περιοχή υψίστης σημασίας, από απόψεως εθνικής, οικονομικής, πολιτικής, στρατιωτικής ως και από απόψεως της αμύνης σας και της ιδικής μας αμοιβαίως". Στις δημόσιες τελετές κυριάρχησε η επιβλητική, λιτή φιγούρα του στρατηγού, όπως και κατά την ομιλία του στη Βουλή των Ελλήνων την οποία παρακολούθησε και ο Κ. Καραμανλής ή στην επίσκεψή του στον Άγνωστο Στρατιώτη, με την αντίθεση ανάμεσα στα πολλά παράσημα των Ελλήνων αξιωματικών που τον συνόδευαν και στο μοναδικό που εκείνος έφερε, τον Σταυρό της Λορένης


Σημείο των καιρών, οι προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν στη Γαλλία στις 5 και 19 Δεκεμβρίου του 1965 αποδείχθηκαν για τον στρατηγό Ντε Γκωλ εξαιρετικά δύσκολες. Οι εκλογές του 1965 εισήγαγαν δύο σημαντικές καινοτομίες στη γαλλική πολιτική ζωή. Ήταν οι πρώτες που διεξήχθησαν με το νέο σύστημα της απευθείας εκλογής προέδρου από τον λαό και ήταν επίσης οι πρώτες στις οποίες τα ηλεκτρονικά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, η τηλεόραση και το ραδιόφωνο, διαδραμάτισαν πρωταγωνιστικό ρόλο, ανοίγοντας εντελώς νέους ορίζοντες για την αντιπολίτευση. 


Την επομένη του πρώτου γύρου, η γαλλική και διεθνής κοινή γνώμη πληροφορήθηκε έκπληκτη ότι ο Ντε Γκωλ, ο οποίος απαξίωσε να διεξαγάγει την έντονη προεκλογική εκστρατεία που απαιτούσαν οι περιστάσεις, δεν απέσπασε την απόλυτη πλειοψηφία και ότι θα υποχρεωνόταν να αντιμετωπίσει σε δεύτερο γύρο τον κοινό υποψήφιο σοσιαλιστών-κομμουνιστών, Φρανσουά Μιτεράν. 


Ο Μιτεράν εκμεταλλεύτηκε άλλωστε επιδέξια τόσο την οικονομική κρίση που μάστιζε τη χώρα όσο και τη διαφορά ηλικίας του από τον δύστροπο στρατηγό, ο αυταρχισμός του οποίου άρχισε να εξοργίζει ολοένα και περισσότερους Γάλλους. Στον δεύτερο γύρο, ο στρατηγός δεν ηττήθηκε. Οι συνθήκες δεν ήταν ακόμη ώριμες για μία τέτοια έκπληξη. Ωστόσο, ούτε ο δεύτερος γύρος τού έδωσε τον θρίαμβο στον οποίο ήλπιζε. Το 55,2% που έλαβε ήταν πολύ χαμηλό ποσοστό και ο Μιτεράν αναδείχθηκε πλέον σε αδιαμφισβήτητο ηγέτη της γαλλικής κεντροαριστεράς


Το 1966, ο Σαρλ ντε Γκωλ απέσυρε τη Γαλλία από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ. Αν στην Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες το όνομα του Σαρλ ντε Γκωλ προκαλούσε γι' αυτό το λόγο αρνητικά συναισθήματα, στη Μόσχα ξεσήκωσε πραγματικό ενθουσιασμό, όπως είχε τη δυνατότητα να διαπιστώσει ιδίοις όμμασι ο Γάλλος πρόεδρος κατά τη διάρκεια επίσημης επίσκεψής του στην ΕΣΣΔ (20 Ιουνίου - 1 Ιουλίου 1966). Ένα εκατομμύριο Μοσχοβίτες, με επικεφαλής ολόκληρη την κομματική και κρατική ηγεσία, αποθέωσαν τον Γάλλο ηγέτη. Στο τελικό κοινό ανακοινωθέν, που εγκαινίαζε μία περίοδο ευρύτατης οικονομικής, επιστημονικής, τεχνολογικής και πολιτιστικής συνεργασίας των δύο χωρών, τον τόνο έδωσαν δύο γαλλικές λέξεις-κλειδιά της γκολικής πολιτικής: η ύφεση (détente) και η επαναπροσέγγιση (raprochement) Ανατολής-Δύσης. 

Παράλληλα, αποφασίστηκε η δημιουργία "κόκκινης γραμμής" μεταξύ Κρεμλίνου και Μεγάρου των Ηλυσίων, κατ' αναλογία προς τη γραμμή άμεσης επικοινωνίας Μόσχας-Ουάσινγκτον για περιπτώσεις κρίσης. Πολιτικά και συμβολικά, η Μόσχα απέδωσε στη Γαλλία στάτους μεγάλης διεθνούς δύναμης, υπογραμμίζοντας πόσο νερό έχει κυλήσει κάτω από τις γέφυρες του Μόσκοβα από το Δεκέμβριο του 1944, όταν ένας ταπεινός Σαρλ ντε Γκωλ, αρχηγός μόλις 30.000 μαχητών σε μια υπόδουλη στους Ναζί και ντροπιασμένη από τη συνεργασία του Βισύ Γαλλία, γινόταν δεκτός από έναν αγέρωχο και κραταιό Ιωσήφ Στάλιν


Αυτή τη νέα εικόνα της Γαλλίας ως μεγάλης, ανεξάρτητης διεθνούς δύναμης ενίσχυσε ο Σαρλ ντε Γκωλ με θεαματικές πυρηνικές δοκιμές στις γαλλικές αποικίες της Πολυνησίας και με τη διάρκειας τριών εβδομάδων περιοδεία του στον Τρίτο Κόσμο, από το Τζιμπουτί και την Αντίς Αμπέμπα μέχρι την Πνομ Πεν, τη Νουμεά και τη Γουαδελούπη. Πολλοί, εντός και εκτός Γαλλίας, τον ειρωνεύτηκαν για τη ροπή του προς τις ναπολεόντειες πόζες και του καταλόγιζαν εξωπραγματικό εθνικό μεγαλοϊδεατισμό.



Ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ρίτσαρντ Νίξον, επισκέπτεται τον πρόεδρο Σαρλ ντε Γκωλ ένα μήνα πριν από την απόσυρση του τελευταίου.


Το άδοξο αλλά όχι και πρόωρο τέλος της ιστορικής πολιτικής πορείας του Σαρλ ντε Γκωλ γράφτηκε τον Απρίλιο του 1969, με την απόσυρσή του από τον γαλλικό δημόσιο βίο. Πιστός μέχρι τέλους στη δική του προσέγγιση στην άσκηση της εξουσίας αλλά και βαθύτατα επηρεασμένος από τα γεγονότα του Μάη του 1968 και τις απεργίες που συντάραξαν έκτοτε τη Γαλλία, ο Ντε Γκωλ αποφάσισε να προχωρήσει σε αναθεώρηση του συντάγματος, η οποία θα αποτελούσε βαθύτατη τομή στην πολιτική και πολιτειακή δομή της Γαλλίας και να νομιμοποιήσει, όπως συνήθιζε, την απόφασή του με απ' ευθείας προσφυγή στον λαό, μέσω δημοψηφίσματος.


Στο επίκεντρο της αναθεώρησης βρισκόταν ο περιορισμός της Γερουσίας σε απλό συμβουλευτικό σώμα με την αφαίρεση και των τελευταίων ουσιαστικών αρμοδιοτήτων της και, κυρίως, η αναδιοργάνωση των περιφερειών με την παραχώρηση, σε εκλεγμένα όργανά τους, αυξημένων διοικητικών και οικονομικών αρμοδιοτήτων. Δηλαδή εκτεταμένη αποκέντρωση, πολιτική ριζοσπαστική για ένα παραδοσιακά συγκεντρωτικό κράτος όπως η Γαλλία. Από τον Φεβρουάριο, ωστόσο, ο Ντε Γκωλ κατέστησε σαφές στους Γάλλους ότι το δημοψήφισμα θα αποτελούσε και μία γενική δοκιμασία της ίδιας του της πολιτικής. 


Στις 11 Μαρτίου ο στρατηγός απηύθυνε, όπως το συνήθιζε σε τέτοιες περιπτώσεις, διάγγελμα προς το λαό. Θεωρητικά αφιερωμένο εξ ολοκλήρου στα προβλεπόμενα από την αναθεώρηση, το διάγγελμα απέκτησε τελικά εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα, καθώς ο στρατηγός διεύρυνε δραματικά το πεδίο της ομιλίας του. Το πρόβλημα, εξήγησε, δεν είναι άλλο από την αποτροπή μιας κοινωνικής έκρηξης, χωρίς, παράλληλα, να κινδυνεύσει ο δημοκρατικός χαρακτήρας του καθεστώτος: "Από τη φύση των πραγμάτων και των σημερινών γεγονότων... το δημοψήφισμα θα είναι μια επιλογή ανάμεσα στην πρόοδο και την αναστάτωση". 


Στις 10 Απριλίου, στο δεύτερο διάγγελμά του, το οποίο έλαβε τη μορφή τηλεοπτικής συνέντευξης, ο Σαρλ ντε Γκωλ έγινε πλέον απολύτως σαφής. Ερωτηθείς εάν το δημοψήφισμα θα κρίνει και την παραμονή του στην προεδρία, ο στρατηγός απάντησε χωρίς δισταγμό: "Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει η παραμικρή αμφιβολία... Εάν ο γαλλικός λαός αντισταθεί στη μεταρρύθμιση, τι είδους άνθρωπος θα ήμουν εάν δεν αντλούσα αμέσως το σωστό συμπέρασμα από μια τόσο βαθεία ρήξη και επιχειρούσα ανοήτως να διατηρήσω τη θέση που κατέχω;". 


Ο γαλλικός λαός ωστόσο είχε πλέον κουραστεί από τον Σαρλ ντε Γκωλ και την πολιτική του, η οποία δεν ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις της εποχής. Τα γεγονότα του Μάη του 1968 και η μετέπειτα διαρκής κοινωνική αναταραχή είχαν μειώσει δραματικά το γόητρο του στρατηγού-προέδρου.

Η υπόμνηση, δύο μόλις ημέρες πριν από το δημοψήφισμα, της απόφασής του να παραιτηθεί εάν οι μεταρρυθμίσεις του απορριφθούν, δεν μπόρεσε να αλλάξει τα δεδομένα. Στις 27 Απριλίου, οι Γάλλοι καταψήφισαν τον Ντε Γκωλ αποφασιστικά. Στο Παρίσι, τη Μασσαλία, τη Λυών, την Τουλούζη και όλες τις άλλες μεγάλες πόλεις, το "όχι" υπερίσχυσε, όπως υπερίσχυσε και σε 71 από τα 95 διαμερίσματα της μητροπολιτικής Γαλλίας. Τα τελικά, συνολικά αποτελέσματα ήταν: "Ναι" 47,6%, "Όχι" 52,4%


Στις 28 Απριλίου, λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, ο Ντε Γκωλ εξέδωσε την τελευταία ανακοίνωσή του, από το χωριό του, στο οποίο είχε αποτραβηχτεί για την ψηφοφορία. Η ανακοίνωσή του ήταν λακωνική: "Παύω να εκτελώ τα καθήκοντά μου ως πρόεδρος της Δημοκρατίας. Η απόφαση τίθεται εν ισχύ από σήμερα το μεσημέρι" Πράγματι, το μεσημέρι της 28ης Απριλίου, καθήκοντα προέδρου της Δημοκρατίας ανέλαβε, όπως όριζε το σύνταγμα, ο πρόεδρος της Γερουσίας, Αλαίν Ποέρ, φανατικός πολέμιος των μεταρρυθμίσεων. Στο πρώτο διάγγελμά του, ο Ποέρ αρκέστηκε να εκφράσει "τα αισθήματα σεβασμού όλων εκείνων για τους οποίους οι δυσκολίες του παρόντος ουδέποτε θα επιτρέψουν να ξεχαστεί η μεγάλη προσφορά του παρελθόντος".


Στις 15 Ιουνίου, στις πρόωρες προεδρικές εκλογές που διεξήχθησαν λόγω της παραίτησης του Ντε Γκωλ, πρόεδρος εκλέχθηκε ο πιστός του σύμμαχος και επί χρόνια πρωθυπουργός του, Ζωρζ Πομπιντού


Ο Ντε Γκωλ αποσύρθηκε για ακόμα μια φορά στο Κολομπέ λε ντεζ Εγκλίζ. Όταν αποσύρθηκε, δεν δέχθηκε τις συντάξεις τις οποίες δικαιούνταν ως πρόεδρος και ως στρατηγός. Αντ' αυτού, δέχθηκε μόνο μια σύνταξη συνταγματάρχη. Ήταν σχολαστικός με τα χρήματα, φροντίζοντας να διαχωρίσει τις ιδιωτικές δαπάνες τους από αυτές των επίσημων καθηκόντων του. Πλήρωνε για τα δικά του κουρέματα, τα γραμματόσημα για ιδιωτική αλληλογραφία και είχε ένα μετρητή ηλεκτρικού εγκατεστημένο στο ιδιωτικό κατάλυμα της επίσημης κατοικίας του.



Στις 9 Νοεμβρίου 1970, ο στρατηγός Σαρλ ντε Γκωλ πέθανε ξαφνικά στο σπίτι του, στο μικρό χωριό του Κολομπέ, δύο εβδομάδες πριν από τα ογδοηκοστά του γενέθλια και καταμεσής της συγγραφής του δεύτερου τόμου των απομνημονευμάτων του. Η υγεία του ήταν πάρα πολύ καλή μέχρι τότε, χωρίς να είχε αντιμετωπίσει προηγουμένως κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας, παρότι είχε κάνει μία εγχείρηση προστάτη μερικά χρόνια πριν.

 Καθόταν μπροστά από την τηλεόραση ενώ περίμενε την αρχή των ειδήσεων όταν ένιωσε αδιαθεσία και κατέρρευσε. Η γυναίκα του κάλεσε τον γιατρό και τον τοπικό ιερέα, αλλά μέχρι να φθάσουν είχε πεθάνει: η αιτία θανάτου ήταν καρδιακή προσβολή και πιθανότατα επακόλουθη ρήξη αορτής


Ο ντε Γκωλ είχε κάνει ετοιμασίες και επέμεινε η κηδεία του να γινόταν στο Κολομπέ, και ότι κανένας πρόεδρος ή υπουργός θα παραστεκόταν -μόνο οι σύντροφοί του της Τάξης της Απελευθέρωσης. Σύμφωνα με τη ρητή επιθυμία του, ο στρατηγός κηδεύτηκε χωρίς καμία επισημότητα στο Κολομπέ στις 12 Νοεμβρίου. Στην τελευταία του κατοικία, το φέρετρο, κατασκευασμένο από τον ξυλουργό του Κολομπέ, δεν συνόδευσε παρά ένα μικρό στρατιωτικό απόσπασμα και η οικογένεια, αλλά και περίπου 40.000 Γάλλοι που κάθε άκρη της χώρας. 


Το σώμα του ντε Γκωλ μεταφέρθηκε στον τάφο του σε ένα θωρακισμένο όχημα αναγνώρισης και καθώς καταβιβαζόταν στο έδαφος όλες οι καμπάνες όλων των εκκλησιών της Γαλλίας κτύπησαν ξεκινώντας από τη Νοτρ Νταμ. Προσδιόρισε ότι η ταφόπλακά του θα έφερε την απλή γραφή του ονόματός του και τις χρονιές γέννησης και θανάτου. Οπότε, απλά αναφέρεται: "Charles de Gaulle, 1890–1970".


Λίγες ώρες νωρίτερα, στον καθεδρικό ναό της Παναγίας των Παρισίων πραγματοποιήθηκε η επίσημη τελετή, παρουσία του προέδρου της Δημοκρατίας Ζορζ Πομπιντού και προσωπικοτήτων από σχεδόν κάθε γωνιά της Γης, με επικεφαλής τους προέδρους των Η.Π.Α. Ρίτσαρντ Νίξον και της Ε.Σ.Σ.Δ. Νικολάι Ποντγκόρνι. Την ελληνική χούντα εκπροσώπησε ο Στυλιανός Παττακός και την Κύπρο ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος Γ΄. 


Λίγο αργότερα εκατοντάδες χιλιάδες Γάλλοι, "γκωλικοί" και μη, πραγματοποίησαν για πρώτη και τελευταία φορά κοινή πορεία στη λεωφόρο Ηλυσίων Πεδίων, για να καταλήξουν στην Αψίδα του Θριάμβου, στην πλατεία Ετουάλ, η οποία αργότερα μετονομάστηκε επισήμως σε πλατεία Σαρλ ντε Γκωλ


Η οικογένειά του έχει μετατρέψει την κατοικία La Boisserie σε ίδρυμα, το Μουσείο Σαρλ ντε Γκωλ.



Επίσης το Γαλλικό Πολεμικό Ναυτικό κατασκεύασε το πυρηνικό αεροπλανοφόρο Charles de Gaulle.