Οιστρήλατος Πλους - Της Ζωής Δικταίου

  Βροχή, στο φανοστάτη  της παλιάς  πόλης, εκείνης  που άνοιξε την αγκαλιά της να σε υποδεχτεί, τότε στη νιότη σου. Ο πρώτος πρωινός κόσμος στο καινούριο κεφάλαιο ζωής εξαργύρωνε γέλιο και δάκρυ αινιγματικά λουσμένος μια στη βροχή και μια στο φως. Ένα ταπεινό κυκλάμινο ανάμεσα στις φτέρες και τα βρύα της χορταριασμένης στέγης παρεμβαίνει με επισημότητα στις αναμνήσεις μέσα από τα φωτισμένα παράθυρα και την ακατανίκητη γοητεία των δίσκων βινυλίου. 

Τα σύννεφα άλλοτε χωρίζονται σε πύργους αλλάζοντας σχήμα και χρώματα και άλλοτε ταξιδεύουν σε ατέλειωτες παρελάσεις κολακεύοντας ταξιδιάρικα πουλιά και άσωτο ουρανό. Καμιά φορά μετεωρίζονται στις ακτές φορτωμένα μελάνι, θαρρείς για να βάψουν τη θάλασσα ή να πετάξουν μια πιτσιλιά μωβ στην ψυχή.

%25CE%259F%25CE%25B9%25CF%2583%25CF%2584%25CF%2581%25CE%25AE%25CE%25BB%25CE%25B1%25CF%2584%25CE%25BF%25CF%2582-%25CF%2580%25CE%25BB%25CE%25BF%25CF%2585%25CF%2582-%25CE%259A%25CE%25AD%25CF%2581%25CE%25BA%25CF%2585%25CF%2581%25CE%25B1-%25CE%2596%25CF%2589%25CE%25AE-%25CE%2594%25CE%25B9%25CE%25BA%25CF%2584%25CE%25B1%25CE%25AF%25CE%25BF%25CF%2585-%25CE%25A6%25CF%2589%25CF%2584%25CE%25BF-%25CE%2592%25CE%25B1%25CF%2583%25CE%25AF%25CE%25BB%25CE%25B7%25CF%2582-%25CE%2594%25CE%25BF%25CF%2585%25CE%25BA%25CE%25AC%25CE%25BA%25CE%25B7%25CF%2582-15


Μια σουσουράδα παραμονεύει τα βήματά σου. Ενώνεις τα χέρια. Οι γραμμές στις παλάμες σου διαβάστηκαν όλες. Το μήλο στο μαντίλι. Ένα σπουργίτι ξέμεινε στην πλατεία Ηρώων. Οιωνός καλής τύχης αυτό το μικρό ιερό πουλί της Αφροδίτης με το γκρίζο στέμμα και το καστανό φτέρωμα, συμβόλιζε την αληθινή αγάπη και μια πνευματική σχέση, όχι μόνο τη σφοδρή επιθυμία. Η ψυχή σε θέλει να αγαπάς τα παντοτινά, η καρδιά τρέφεται από τον ασίγαστο πόθο, ο νους δραπετεύει να σε λυτρώσει…














































Ξυπόλητες χορεύτριες στη σειρά, ένα γιορντάνι ασημένιες στάλες στο σκοινί της μπουγάδας, ακροβατούν κι ύστερα το πρώτο ξάφνιασμα στο χάιδεμα του ανέμου. Σε κυκλώνει ξανά το φθινόπωρο, σ’ αξύπνητο καιρό και στον ίδιο δικό σου παράδεισο.

Κέρκυρα, χτισμένη ανάμεσα σε δύο φρούρια, κοσμοπολίτισσα, αρχόντισσα, περιτειχισμένη σε μεγάλο μήκος από τη θάλασσα, απευθύνει το κάλεσμά της με μπουγαρίνια και μυρτιές, να τη γνωρίσεις στη λεπτή αχλή τού φθινοπώρου, στο φως και στο πράσινο. Εδώ δεν είναι υπερβολή να ισχυριστείς πως θριαμβεύει το ισχυρό και το ωραίο. Τα καλλιτεχνικά ρεύματα της Δύσης είναι ευανάγνωστα σε όλο σχεδόν το αρχιτεκτοκνικό σύνολο της όμορφης πόλης.  Η ιδιαίτερη κλειστή αστική μορφή με τις επιβλητικές βενετσιάνικες οχυρώσεις έχει γράψει σπουδαίο παρελθόν. Η έλλειψη τής Τουρκικής κατοχής και η επιρροή του Βυζαντινού και Ενετικού πολιτισμού επέτρεψαν να αναπτυχθεί ένα διαφορετικό ρεύμα πολιτισμικής αναγέννησης, όπου μεγάλες πνευματικές μορφές συγκεντρώθηκαν και δημιούργησαν. Στα πολυώροφα κτίρια πάνω στις θολωτές κόγχες διακρίνονται τα οικόσημα επιφανών οικογενειών άλλης εποχής. Οι στοές και οι καμάρες προκαλούν για ένα ραντεβού με την προσδοκία του τυχαίου. Το βλέμμα θα σταθεί στο βαθύ κόκκινο και την ώχρα των πανύψηλων τοίχων, θ’ αναζητήσει το λευκό στις έρτες και τα λαξευτά μέρη πριν το πράσινο σε εξώφυλλα και πορτόνια καλέσει για άλλη περιπλάνηση. Οι υάκινθοι στο περβάζι θέλεις να σού κλέψουν μια ματιά πριν ακολουθήσεις το φευγιό του κοκκινολαίμη στην κλαίουσα ιτιά. Μια πεταλούδα διερευνά την υγρή εκδοχή μιας ανάγνωσης μέσα από το θολό τζάμι. Συλλαβίζεις μαζί της “ο χρόνος κυλά και μοιράζεται…”

Οι οπτικές φυγές ξεχωρίζουν από όπου και αν σταθείς κι όταν βρέχει η μαγεία σε τυλίγει στο ακριβό μεταξωτό της μεσοφόρι και σε παρασύρει να εμπιστευτείς υπόγειες στοές και άλλα περάσματα. Η έλξη μυστηριώδης από την πρώτη κιόλας στιγμή.


Έβρεχε
Έκλαιγες

Στο λυγμό σου, σ’ αδιέξοδο πάθος γλίστρησε ένα παράπονο αγγέλου…

Μεγάλες σταλαγματιές στα φουρούσια, στις μρμάρινες διακοσμήσεις των μπαλκονιών, στις μαντεμένιες καγκελόπορτες, στις καμινάδες, στα κεραμίδια, στους εξώστες, μεγάλες σταλαγματιές τρεμάμενες στο φεγγίτη και μετά στο πρόσωπο, στα μάτια, στα χέρια…


Ούτε η γη ανθίζει χωρίς βροχή, ούτε η ψυχή χωρίς δάκρυα”, καλοσυνάτα ο περιπτεράς.

Τόσες εικόνες δίχως λέξεις. Τόσοι ήχοι ταλαντευόταν στη βροχή. Όλα τελειώνουν και όλα αρχίζουν ξανά συλλογίστηκες και χιλιάδες λάμψεις του χτες έσβησαν μια για πάντα στη βροχή. Περίμενες πολύ καιρό για εκείνη την απόφαση. Η βροχή συνέχιζε να χορεύει βαλς στο καντούνι. Δεν είχες ανάγκη από καμιά πρόφαση.

Κάποτε ήσουν αλλιώς, το θυμόσουν, μα αυτό δεν ήταν πια εμπόδιο. Είχες διανύσει τον παλιό δρόμο, έβλεπες από απόσταση πια τ’ αγκάθια και το τέρμα. Τα σημάδια τής ψυχής είχαν βουλιάξει στο σιγανοψιχάλισμα. Σ’ αυτή την πόλη συνειδητά άνοιγες καινούρια σελίδα. Μπροστά σου ο χρόνος πολύτιμος και το φθινόπωρο οικεία περπατησιά, να συγκινηθείς, να θυμηθείς, να γελάσεις, να μελαγχολήσεις, να τρέξεις με χαρά και να περιμένεις να σού πει:

“Σε περίμενα, σ’ αγκαλιά… ζ και να επαναλαμβάνεται μέσα σου, η τελευταία συλλαβή ανεξάρτητη, τόσο μικρή, μα και τόσο απέραντα μεγάλη “ζ, ζζῶ …” , ελεύθερη, με το καπελάκι μιας περισπωμένης. Στο φιλί του, ο μοιρονόμος ήλιος ξεδίπλωνε άλλο χάρτη…

“Έρωτας είναι ο τρόπος που μεγαλώνουμε” , η φωνή της Χατζηδάκη σε ενθάρρυνε. Όχι δεν θα άφηνες να περάσει η βροχή. Υπάρχουν και πόρτες και αγκαλιές που ανοίγουν διάπλατα όταν βρέχει. Με βρεγμένες παλάμες άγγιξες αποφασιστικά το ρόπτρο στη βαριά δίφυλλη πόρτα. Η υδρορροή έσταζε στο γιασεμί. Η βροχή είχε δυναμώσει. Μια αδιάκοπη βροχή, παρηγορητική, σε είχε απαλλάξει από αναστολές και αμηχανία.

“Βροχή μου… ”, σε καλωσόρισε σαστισμένος.  Και να που ένας μύθος, γιατί η βροχή έγινε ο μύθος σου, έρχεται τελικά κάθε φορά με την ίδια συνέπεια, να σημαδέψει το πέρασμα της ζωής, προσδίδοντας την έννοια του ιδεατού, του επίγειου παράδεισου σε έναν  τόπο,  που θέλει να ταξιδεύει και να ρεμβάζει στο χρόνο, ακτινοβολώντας με ιδιαίτερα μοαδικά στοιχεία, από την εποχή της κλασσικής αρχαιότητας και τις εμφανείς επιδράσεις μεταγενέστερα της Αναγέννησης, μέχρι τον σύγχρονο κόσμο στις μέρες μας.

Κέρκυρα, η φωτογενής κορωνίδα του Ιονίου με τις βαθιές ρίζες στην αρχαία Ελλάδα, η ερωτική πόλη με τα ανθρακί καλντερίμια και τα στενά καντούνια, που μπορεί να υπερηφανεύεται για τα μοναδικά της αρχοντικά και τα Βενετσιάνικα κάστρα, αντανακλά την πλούσια ιστορία της γοητεύοντας το ίδιο θριαμβευτικά και σήμερα. Τα μνημεία, κυρίως εκείνα που συνδέονται με τις παλαιότερες ιστορικές περιόδους, σημεία αναφοράς παγκόσμιας κληρονομιάς, αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες της πορείας και της δυναμικής του Κερκυραϊκού λαού, υπενθυμίζοντας συνεχώς την εξελικτική δύναμη του ανθρώπου και τα μεγάλα του επιτεύγματα. Οι Κερκυραίοι έχουν συναίσθηση της σημαντικής ιστορικής πορείας που έχει διανύσει το νησί και ισχυρή πεποίθηση και πίστη στις δημιουργικές δυνάμεις του λαού. Η Κέρκυρα με την εξέχουσα οικουμενική αξία, αποτελεί κεφάλαιο κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας, παραμένοντας χωρίς αμφιβολία ένας από τους πιο ερωτικούς και ρομαντικούς προορισμούς με δεσμούς συνοχής για όλους, αφού απευθύνει διαρκές κάλεσμα για ειρηνική συνύπαρξη και στόχαση.

Βροχή, η θηλυκή αρχή της δημιουργίας.
Κέρκυρα σμίλη της ψυχής. Φως στη βροχή.

Το πιστεύεις, η βροχή σε οδηγεί, όχι εκεί που θα συναντήσεις ανθρώπους δύναμης, αλλά αντίθετα εκεί που σκοντάφτεις  πάνω στην απλότητα και τη σοφία, στις στενές ρούγες με τα φιόρια και τις πρασινάδες. Το θρόισμα της ψυχής φτάνει μυστηριωδώς πρώτο, πριν απ’ τα βήματα.

Τις περισσότερες φορές, ένα αεράκι που τρύπωσε ανάμεσα στις φυλλωσιές και τις πρωινές ανταύγειες καταφέρνει να μας αλλάζει τη διάθεση ακόμη και αν είναι με μια μόνο καλημέρα. Σε τούτες τις ρούγες ζουν οι παλιές ψυχές. Είναι αυτές που σπέρνουν λόγια και φυτρώνουν τσαντσαμίνια και θαύματα. Σηκώνεις τα μάτια ψηλά σ’ ένα στενό μπαλκονάκι, σ’ ένα παράθυρο ή στον εξώστη μιας σοφίτας. Θα νιώσεις πως οι σπίθες στα μάτια των κυράδων είναι αιώνιες σε τούτη την πόλη, πως δεν παλιώνουν ποτέ.

Η μνήμη δεν είναι άβατη πόλη, δεν έχει φρουρούς να σε σταματήσουν στην πύλη, δεν έχει ακατάλληλες ώρες και κυρίως, δεν παρεμβάλλονται σκοτεινοί τοίχοι. Η σκέψη σε εφοδιάζει με κάρτα ελευθέρας.  Δεν φοβάσαι πως θα χαθείς και δεν θα ξέρεις να επιστρέψεις. Δεν σε πιάνει απελπισία να βιαστείς. Όχι. Όλα τα καντούνια σε βγάζουν στην αγάπη και όλα συνεχίζουν να υπάρχουν ως διαφορετική όμως εμπειρία στην ωριμότητά σου. Έχεις κρατήσει φυσιογνωμίες, διατηρείς τις μορφές με μιαν αυθεντικότητα, την καλοσύνη την αναγνωρίζεις ακόμη κι από τον ψίθυρο στο πέρασμα του απόσπερου ανέμου. Οι ίδιες φωνές επιστρέφουν ύστερα από τόσα χρόνια μαγικά σε αντήχηση.

Μνήμη πολύτιμη και εκφραστική σαν βροχή. Διονύσιος Σολωμός, Ιάκωβος Πολυλάς, Νικόλαος Χαλικιόπουλος – Μάντζαρος, Γεράσιμος Μαρκοράς, Ιωάννης Καποδίστριας, Άγγελος Γιαλλινάς, Λορέντζος Μαβίλης, Σπύρος Σαμάρας, Κωνσταντίνος Θεοτόκης και ο κατάλογος δεν τελειώνει στην Πολύμνια Σκαραμαγκά και τον Αλμπέρτο Κοέν, όχι, συμπληρώνεται στις μέρες μας. Ασημένιες στάλες, λάμψεις καθαρές αρχέτυπων ψυχών σε προτομές και αγάλματα, προβολές σε ακροκέραμα, μετώπες και κιονοστοιχίες, στα ανάγλυφα εμβλήματα και στους φτερωτούς λέοντες.

Αφήνεσαι σε κάθε σταγόνα. Η νοσταλγία τού περασμένου παρούσα με την ομορφιά και τη διαχρονικότητά της. Όλα αναμορφωμένα στη βροχή, επιζωγραφισμένα από το χρόνο και το Ιόνιο φως σού  μιλούν για το ταξίδι τους μέχρι σήμερα. Σε τρελλαίνει η βροχή, σαν παλιό αγαπημένο παραμύθι διαβάζεται, σε συναρπάζει καθώς ζωντανεύει μέσα σου πάντα δημιουργική η αναζήτηση και η παρόρμηση. Γι’ αυτό δεν μπόρεσε ν’ αντισταθεί η δική σου ψυχή, κύλησε, πρώτα στο δάκρυ, μετά σαν κέρμα στο πλακόστρωτο της Σπηλιάς και στη Σπιανάδα. Κύλησε, κυλάει σαν σταγόνα στα υπόγεια της αναζήτησης, στα κλειστά θυρόφυλλα με τα περίτεχνα ρόπτρα, στο Παλαιό Φρούριο λατρεύοντας τη μνήμη στο παμπάλαιο νερό, στο Νέο Φρούριο δοξάζοντας το φως, στα Μουράγια εξαγνίζοντας την ψίχα της ψυχής στη θάλασσα, στα μισογκρεμισμένα φουγάρα των εργοστασίων πλησιάζοντας τη γνώση του πρωτόγνωρου με την αξία του παλιού, στα φύλλα της φοινικιάς στο Μαντούκι εκεί που αποκρυσταλλώθηκε η επιθυμία ν’ ακολουθήσεις τον έρωτα, στη Γαρίτσα όταν σε  ένα ποτήρι λευκό κρασί με τις σταγόνες να χτυπούν στο φινιστρίνι σού ψιθύρισε πρώτη φορά “σ’ αγαπώ…”

Βροχή, μούσα και ιέρεια ταυτόχρονα, με τα σινιάλα της φαντασίας, η ευρηματικότερη αίσθηση της φύσης του Ιονίου μέσα από τη βιβλιοθήκη του φωτός, εκεί που αρχίζει και τελειώνει η επιθυμία, εκεί που επιτρέπεται να κρατήσεις το μυστικό σου για πάντα κι ας ξέρεις πως είναι μια κουκίδα ουτοπίας, εκεί που αφήνεσαι να οδοιπορήσεις στη μαγεία και στη μυθιστορία των αιώνων που  ευτυχώς δεν ξεχάστηκε, εκεί που ένα χαμόγελο και μια καλημέρα σου προτείνουν το γύρο  του κόσμου σ’ ένα ποτήρι κουμ κουάτ όσο η απήδαλος ναυς  αναγνωρίζει το θαλάσσιο δρόμο και τον ουράνιο προορισμό σου.

Τα μάτια, μια στ’ άστρα και μια στην άβυσσο κι ύστερα χαμηλωμένο το βλέμμα γεμάτο πάχνη γέρνει στο χώμα. Είμαι καλά, σιγανά το λες. Έχεις διαγράψει τις μέρες που σε στένευαν και τις νύχτες που μετρούσες ένα – ένα τα δάκρυα στον καθρέφτη.

«Αύριο, αύριο, αύριο… » η φωνή μέσα σου. Ανεβαίνεις ξανά όλα τα σκαλοπάτια της ανάμνησης, περπατάς στα έρημα στενά, αφουγκράζεσαι το χάδι τού ανέμου που κάνει τα κλαδιά να λυγίζουν στο Μποσκέτο και τη Μανδρακίνα, μετουσιώνεις κάθε θύμηση σε τέχνη, σε μουσική, σε μιαν αγάπη φορτωμένη ψιλή βροχή. Διαδρομές νοσταλγικές, θαρρείς και κοπιάζει η ψυχή να ξεπεράσει κάθε φόβο, να τα ζωντανέψει όλα, να γνωρίσει την ολοκλήρωση σε τόπους της αλήθειας πριν φτάσει για πάντα με τον άναστρο αέρα στις γειτονιές της Νέκυιας.

Η Κέρκυρα, είναι πολλά περισσότερα από μια χούφτα χώμα ελληνικό.

Δοξάζει και δοξάζεται η βροχή πάνω στην ίδια τη ζωή, καθώς ξεπερνάει το εφήμερο κι αναπαράγει όχι απλώς μια στιγμή της ζωής και του κόσμου αλλά την ίδια τη ροή τους. Έργα ανθρώπων, δείγματα μακραίωνης κουλτούρας, αισθητικής και παράδοσης βρίσκονται εδώ για μια άμεση και ποθητή γνωριμία πολιτισμού, μια σπάνια συνομιλία με τις μεγάλες πνευματικές μορφές της Κέρκυρας. Ξεχωριστή η ιστορική και η καλλιτεχνική τους αξία. Φανερώνουν το επίπεδο ανάπτυξης μιας συγκεκριμένης εποχής τόσο με το κάλλος όσο και με την αρτιότητά τους, έργα που συγκινούν διαχρονικά. Ποιητές, ζωγράφοι, μουσικοί, συνθέτες, γλύπτες, ιατροφιλόσοφοι, αρχιτέκτονες, καλλιτέχνες, άνθρωποι που με το ταλέντο και την ευαισθησία τους έκαναν την τέχνη ανάγκη, όχι μόνο για να εκφράσουν τη σχέση τους με τον κόσμο αλλά και για να απαντήσουν στα αιώνια ερωτήματα της ύπαρξης. Εκείνοι σημάδεψαν το νησί συνηγορώντας στο μύθο με άλλη έμφαση δύναμης, για να καταξιωθεί μέσα από τις τέχνες και ο έρωτας, αναδεικνύοντας την Κέρκυρα σε τόπο ποθητό.

Η συνάντηση με τις φιλαρμονικές  περνά τα όρια του χρόνου. Η μουσική στην Κέρκυρα γίνεται η μόνη οικουμενική γλώσσα που δεν θα πάψει να μιλά στις καρδιές των ανθρώπων. Το άκουσμα καταγράφεται με τρόπο μοναδικό. Από την πρώτη στιγμή ο ήχος σε γοητεύει, σε κερδίζει και σίγουρα θα αποτελέσει όχημα σκέψης και ερέθισμα να κατανοήσεις όσο μπορείς περισσότερο το μυστήριο της ζωής και να ζητάς να φτάνεις στο τέλος τής κάθε αρχής.

.com/blogger_img_proxy/

Φωτο Βασίλης Δουκάκης

Η ψυχή της Κέρκυρας παράγει μουσική με τις βαθύτερες χορδές της. Δεν υπάρχουν λόγια να εκφράσουν όλη αυτή την ομορφιά και τον εσωτερικό διάλογο. Ανάμεσα στις καθημερινές ώρες και την αιωνιότητα κάποιοι γητεύουν το χρόνο με χάλκινες τρομπέτες  και φλάουτα, με σαξόφωνα, κλαρινέτα και κόρνα, με τούμπες και όμποε. Οι Κερκυραίοι, όσο λίγοι, καταφέρνουν να γεμίζουν και τις ώρες της μοναξιάς με νότες. Στο πέρασμα του χρόνου πειραματίστηκαν, αφομοίωσαν σκοπούς, έφτιαξαν δικούς τους, καινοτόμησαν. Μια αστείρευτη δεξαμενή που συνεχίζει να εμπνέει και να εμπνέεται. “Με τη μουσική βελτιώνεται η ποιότητα της ζωής, μειώνονται τα επίπεδα του άγχους, ανεβαίνει η διάθεση, γίνεσαι καλύτερος άνθρωπος”, ισχυρίζονται σε όλο το νησί. Όλο το νησί σ’ ένα πεντάγραμμο. Αυτό συμβαίνει και αλλού, αλλά με τόσο πάθος, μόνο στην Κέρκυρα. Θαρρείς σε τούτη την πόλη η μουσική είναι ένα ολοζώντανο κοινωνικό φαινόμενο. Εδώ, κάθε τι μπορεί να γίνει όχημα και να σε ταξιδέψει με λίγες νότες, σε άλλες εποχές, σε άλλες ιστορίες, σ’ ένα καινούριο έρωτα, άθικτο, ατσαλάκωτο, αθώο, αήττητο.

Ο Δίας, ο θεός που γεννήθηκε στο δικό σου τόπο ερωτεύτηκε τη νύμφη Κόρκυρα και την έφερε στο νησί, έτσι λένε…

Αρχικά πίστεψες πως τα ίχνη εκείνου του έρωτα αποτέλεσαν το κάλεσμα της οικειότητας και ένιωσες ευγνωμοσύνη για τη συγγένεια με τον αρχαίο θεό. Σου έδειχναν το δρόμο. Σεργιάνιζες, πνευματικά ανήσυχη και χωρίς να ξέρεις πώς και γιατί, οι γειτονιές έμοιαζαν γνώριμες. Οι παλιές ψυχές θυμούνται με εικόνες, ελπίζοντας πως τα σημάδια  κρατούν πάντα τις λύσεις και τις απαντήσεις στους γρίφους, φτάνει να σταθείς και να αφουγκραστείς τον άνεμο που περνά από το Ποντικονήσι, φανερώνεται στο Λαζαρέτο και τρυπώνει στις γρίλιες, ελεύθερος, ανερμήνευτος, αστάθμητος, άνεμος επτανήσιος, πάντα αγαπησιάρης, πολέμιος της αδικίας, αυτός που σε θέλει να ξέρεις, να αφεθείς, να γοητευτείς,  να ζήσεις τ’ όνειρο σαν παραμύθι.

Βροχή, η σκέψη έξω στο μελαγχολικό ορίζοντα φεύγει όπου θέλει, από φανέστρα σε φανέστρα, στριφογυρίζει στις σταγόνες που χορεύουν στο σκοινί και σ’ εκείνη τη μία που ακροβατεί στο μανταλάκι ερωτευμένη με το μαύρο του φανελάκι κι ύστερα επιστρέφει σε παλιές φωτογραφίες, μπαίνει κυρίαρχη σε σφιχτές αγκαλιές και ξυπνά τις αισθήσεις όλες όπως τότε, όπως παλιά, ένα ταξίδι γεμάτο αναμνήσεις και εμπειρίες, σαν να βλέπεις ταινία και οι αγαπημένες εικόνες εναλλάσονται πολύ γρήγορα.

Βροχερές καλημέρες εδώ που μαγεύεσαι στη θέα  του ουράνιου τόξου πάνω από το Βίδο. Εγκαταλείπεσαι στην αίσθηση πως μετά από κάθε μπόρα έρχεται η γαλήνη. Κάποιες φορές το φέρνεις στα μέτρα της δικής σου ζωής. Ναι έβρεχε πολύ, τότε την πρώτη φορά, φθινόπωρο του χίλια εννιακόσια ογδόντα ένα. Και στα μάτια σου έβρεχε, αλλά πόσο ξαφνικά εκείνο το ουράνιο τόξο πάνω από το νησάκι χτένισε την αλισάχνη στα βλέφαρα μ’ ένα φιλί. Μελισσόχορτο η ανάσα. Από το σπίτι του Σολωμού το είχες προσέξει, απέναντι στο βάθος, στις κουκουναριές και στις κορφές των κυπαρισσιών ερμήνευε με χρώματα σκέψη και ζωή. Από το μισάνοιχτο παράθυρο ο αέρας έφερνε τη μυρωδιά του πεύκου και της βρεγμένης γης. Στο πιάνο οι διακυμάνσεις της ψυχής φιλόδοξη πρόκληση. Κι ύστερα οι ανάσες…

«Αν δεν βρέξει πώς θα ξαστερώσει κυρά μου;» είχε πει η Κατίνα.

Έρωτας, ψιθυρίζουν στο Καμπιέλο κι όλες τούτες οι παλιές ξεφτισμένες εικόνες του χτες ξαναζωντανεύουν και υπόσχονται, Αύριο…

«Όταν το γκρίζο πατήσει στην ψυχή σου εδώ να ρθεις, να περπατήσεις, να ονειρευτείς, να βραχείς, ν’ αφήσεις να ξεπλύνει η βροχή τη σκόνη από τα φύλλα της καρδιάς, να την ακούσεις πώς υπόσχεται στο Μεγάλο Καντούνι, να παραμιλάει στην πλατεία Λεμονιάς, να χορεύει στο Δημαρχείο, να ανοίγει το ημερολόγιο της αφής στην Ανουντσιάτα, να κλαίει με αναφιλητά στη Συναγωγή, να ορκίζεται στο Δημοτικό Θέατρο, να συλλαβίζει ασπρόμαυρες καρτ ποστάλ στο Φοίνικα, να διαμαρτύρεται στο Σαρόκο, να χάνεται στα Ανάκτορα και να σε περιμένει στην Ιόνιο Ακαδημία μέχρι να βγούν οι πρώτες ηλιαχτίδες, αυτές που φωτίζουν τον καινούριο έρωτα» Χαρούλα μου, έτσι σε καλεί, ακόμη με τον ίδιο τρόπο ο καλός σου φίλος Γιάννης Βιτουλαδίτης.

Εκεί που δεν το περιμένεις, ξαναγεμίζουν οι σιωπές σου νότες και τις άδειες στιγμές, τις καταπίνει ο χρόνος μόλις βγεις στο Πεντοφάναρο στην πλατεία, αυτή που σε θέλει να ζεις και να ονειρεύεσαι. Ένα χάδι χωρίς ψεγάδι.

Σηκώνεις τα μάτια. Σηκώνεις πιο ψηλά το νόημα της αγάπης. Η θνητή ομορφιά γίνεται αθάνατη, θαρρείς η ζωή και ο έρωτας αλληλοσυμπληρώνονται.  Είναι εκεί, σ’ ένα ψηλό παράθυρο. Σε κοιτάζει. Άγρυπνη συγγνώμη… Φορά χαμόγελο και λευκό πουκάμισο. Το νιώθεις, σε καλεί με το βλέμμα. Ξέρεις πως δεν μπορεί να συμβαίνουν όλα μονομιάς, όμως φαντάζεσαι τις παλάμες του απλωμένες γεμάτες κοχύλια, λάφυρα μιας άλλης νύχτας. Προχωράς, βήματα αργά, χαράζεις πορεία στην αγάπη, έχεις αποφασίσει ν’ ανακαλύψεις την ανεπιτήδευτη ομορφιά της ζωής εδώ, στην καρδιά της παλιάς πόλης. Είσαι στο σωστό μέρος. Αφήνεσαι σε αυτά που η ψυχή σου ποθεί. Παιδεύτηκες αλλά έμαθες επιτέλους ό,τι ο μεγαλύτερος έρωτας, όπως διδάσκει ο Πλάτωνας στο “Συμπόσιο” είναι η επιθυμία των καλών πραγμάτων, ο έρωτας για το καλό και για την παντοτινή απόκτησή του.

«Ψυχή μου… », έτσι σε φώναξε, «ψυχή μου… », δεύτερη φορά και η ψυχή σου, γέμισε άσπρα δαντελένια φιογκάκια. Τα σκουριασμένα κλειδιά έγιναν χρυσά.

Στην Κέρκυρα, στρέφεσαι σε αυθεντικές, αναλλοίωτες ρίζες προσπαθώντας να μην χάσεις την ταυτότητα της αγάπης. Η πραγματική σου άνθιση άρχισε εδώ. Εδώ αναπτύσσοντας σκέψεις και συναισθήματα ανακάλυψες στην ομορφιά της απλότητας τα πρώτα ενστικτώδη σκιρτήματα του αληθινού έρωτα. Από εκείνη την εποχή που σού κληροδότησε αυτή τη μυστικιστική διάθεση και αγωνία, από καρδιοχτύπι σε καρδιοχτύπι, ο έρωτας το ίδιο αινιγματικός όταν βρέχει υπενθυμίζεται με μια μόνο ψιχάλα, ανάγκη και εσωτερική διαδικασία ωρίμανσης, γιατί το ξέρεις καλά, όταν ερωτεύεται κανείς αλλάζει.

Οιστρήλατος πλους, το μέλλον

.com/blogger_img_proxy/

Όταν ο έρωτας σε βρίσκει στην Κέρκυρα αφήνεις πίσω σου το παρελθόν.

Όταν η συναισθηματική έξαρση βρίσκει στη βροχή τον ένα και μοναδικό τρόπο έκφρασης και λύτρωσης σήκωσε τα μάτια ψηλά, να δεις τούτη την πόλη που μέχρι σήμερα εξακολουθεί να συγκινεί, να κορτάρει το φως και να έχει ζήτηση. Κι όταν η ψυχή καταφεύγει σε στοχαστική περιδίνηση και προσπαθεί να πιάσει τον σφυγμό της αγάπης έτσι όπως τον εισέπραξε, χαμήλωσε τα βλέφαρα σεμνά και ψιθύρισε ένα ευχαριστώ.

Στην Κέρκυρα, τα όνειρα δεν μένουν μόνο ευσεβείς πόθοι. Πραγματοποιούνται, και ναι, καλά κάνεις, αγαπάς την Κέρκυρα τής βροχής και τη βροχή τής Κέρκυρας όταν συλλαβίζει την αθωότητα σε κατώφλια και ανώφλια με τη συνωμοτική ανάσα του ρίσκου.

Αφήνεις τις γειτονιές με την πυκνή δόμηση. Το γαιώδες της όμπρας στους τοίχους και οι απαλές αποχρώσεις του γκρενά και του ροζ γυμνάζουν ευαισθησία και παρατηρητικότητα. Αγαπάς, αγαπιέσαι… Εξομολογείσαι σε μια ψιχάλα. Σε κάθε περίπατο, κάθε φορά κάτι νέο ανακαλύπτεις. Η ζωή εδώ δεν φοριέται με ξένο ρούχο.

Ρωτάς;
Ό,τι κι αν ρωτήσεις, έρωτας είναι η απάντηση.

Ονειρεύεσαι, ρεμβάζεις, ρομαντζάρεις, εσύ και οι στάλες της βροχής. Τα αστικά λεωφορεία στις στάσεις. Ανερμήνευτο πλανάται ένα μυστήριο γύρω σου. Βρέχει… Μια κομψή κυρία με κλασσικό ταγιέρ και ομπρέλα περιμένει ταξί.   Τα παιδιά χωρίς δισταγμούς πλατσουρίζουν στους βρεγμένους δρόμους ανέμελα. Έχει κόσμο στις μικροσκοπικές πλατείες. Ποντάρεις πολλά σ’ αυτή την εποχή. Καλλιεργείς συστηματικά τη γνωριμία με την Κέρκυρα και την παλιά πόλη. Τυλίγεσαι στη μπεζ καπαρτνίνα. Κοιτάζεις τις μουσκεμένες σου μπότες και τα φύλλα που σε κάθε φύσημα πέφτουν στα πόδια σου. Ορίζεις πια τον εαυτό σου. Στο άγγιγμά του βεβαιώνεις την αμοιβαιότητα. Αίσθηση στοργής στις άκριες των δαχτύλων.



Κέρκυρα, βάρδια στην αιωνιότητα.

Φεύγουν τα πλοία, αδειάζει το λιμάνι. Φεύγει και η θλίψη μακριά. Εσύ θα μείνεις εδώ, εδώ είναι το σπίτι σου.  Σημεία και πρόσωπα, όλα εδώ σε μια ευπρόσδεκτη νοσταλγία.  Σταματάς, μια ανάσα, το κλίκ του φακού, απαθανατίζεις κάποιες στιγμές τόσο μα τόσο ερασιτεχνικά… Γελάει καλόκαρδα ο Βασίλης Δουκάκης, συντονίζεται με τη φωνή της δικής σου καρδιάς και σε σημαδεύει με το φακό του. Παθιασμένος με την τέχνη της φωτογραφίας κινείται μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Η νεανική διάθεση, ο ενθουσιαμσός, η αυθεντικότητα, ο λυρισμός, ο ρομαντισμός είναι στοιχεία τα οποία περιέχονται στη ματιά του. Έχει συγκεντρώσει σε πλούσιο προσωπικό αρχείο ένα αξιόλογο από κάθε άποψη υλικό, με αποτυπώσεις πότε έγχρωμες και πότε ασπρόμαυρες αλλά πάντα με την ίδια συνέπεια και ευαισθησία στη φωτογραφική γραφή. Στο έργο του, η Κέρκυρα είναι πάντα το εναρκτήριο ερέθισμα, ενώ η μνήμη, η περιέργεια, ο στοχασμός και η χαρά της εξερεύνησης αποτελούν ισχυρές κινητήριες δυνάμεις.  Με τις φωτογραφίες του είναι σαν να ξαναγυρίζει πίσω τη ροή τής ζωής και το κάνει πραγματικά μαγικά. Δεν χρειάζεται παρά να ξεφυλλίσεις ένα δικό του λεύκωμα για να βιώσεις εκ νέου το ωραίο και τα συναισθήματα που σού κληροδότησε το παρελθόν. Στην τέχνη του, σού δίνεται η ευκαιρία και η δυνατότητα μιας νέας ανάγνωσης με κυρίαρχο το ρήμα αισθάνομαι και αυτό γιατί ο Βασίλης ξέρει τι κάνει, γνωρίζει ό,τι η φωτογραφία είναι μια ιδιαίτερη γλώσσα επικοινωνίας της σκέψης και των αισθήσεων.  Μια σύντομη αλλά εγκάρδια χειραψία κι ύστερα ανοίγεις το βήμα και προσπερνάς τις κομψές τοξοστοιχίες στο Λιστόν. Τα μαρμάρινα τραπεζάκια πιο λευκά αντανακλούν το φώς που πέφτει από τα παράθυρα. Από την Αναγνωστική Εταιρία, ως την Κόντρα Φόσα  με τις παράγκες των ψαράδων και από το Περιστύλιο του Maitland,  ως τον Ανεμόμυλο, θα γυρέψεις δεύτερη ανάγνωση ανάμεσα σε κιτρινισμένα φύλλα και φύκια.

Μαζεύεις τα σύνεργα της επιθυμίας και τα πανιά του πελαγίσιου ανέμου. Δεν έχει χρώμα, ούτε ηλικία η ευγένεια. Μια χαρακιά παλιάς ηδονής στα χείλη. Τα περιστέρια συντομεύουν το πέταγμά τους. Βροχή, μιμείται κάποτε την καλή μάγισσα αυτή που μπορεί να ξεπλύνει σκόνη και αμαρτία. Τα χέρια ελεύθερα τώρα αντιγράφουν φερσίματα πουλιών. Ένα ποδήλατο, μια άμαξα, η άδεια προκυμαία, η γαζία στην ερειπωμένη αυλή, οι κήποι με τις τριανταφυλλιές, ο αδέσποτος έρωτας με τραγιάσκα στη βιτρίνα. Οι ήχοι σε ενθαρρύνουν. Ισότιμος ο διάλογος στη βροχή, ανάμεσα στην ψυχή και την επιθυμία.

Στο έβγα της παραλιακής θα συνεχίσεις τον περίπατο με αληθινές φιλενάδες. Ελισσάβετ Γιαννούλη, Σπυριδούλα Μικάλεφ, Μαρία Μάνδυλα, Ελπινίκη Τζιοβάνι, Κατίνα Βλάχου. Η φιλία είναι τέχνη, είναι και αγάπη και σεβασμός και προσωπική καλλιέργεια. Πιστεύεις στη δυναμική της ψυχής που σας ενώνει. Κάποιες ψυχές έχουν μια φυσική συνάφεια. Η ζωή που ονειρευτήκατε σας μοιάζει και της μοιάζετε. Ανάμεσα στο “εμείς μπορούμε να χτίσουμε τα ωραία” και το “εμείς και να τα σκορπίσουμε σε ερείπια”, επιλέγετε το πρώτο. Και οι στιγμές και οι κουβέντες θαρρείς κρατούν περισσότερο με ένα φλυτζάνι καφέ, στη βροχή…

.com/blogger_img_proxy/

Αγαπάς τη βροχή και την Κέρκυρα,
σου επιτρέπουν το ταξίδι.

Όταν πέφτει η βροχή,
ξυπνούν τα πετρωμένα όνειρα
και φέγγει η πόλη, όπως τότε.

Όταν πέφτει η βροχή,
κεντούν οι στάλες σκιές στα πλακόστρωτα
και στο μαντίλι της μνήμης
παλιές στιγμές στην αγορά του τίποτα.

Όταν πέφτει η βροχή,
με μια υποψία ευτυχίας κλείνεις τα μάτια
ώρα που σβήνουν τα κόκκινα ρόδα στον ορίζοντα.

Όταν πέφτει η βροχή,
στα ξεχασμένα δώματα της όστριας
ο αρχαίος ψίθυρος γίνεται τραγούδι της αγάπης.
Με τη νοσταλγία και την αλμύρα στα χέρια
φτάνεις και χάνεσαι
στον ίδιο δρόμο, αθόρυβα βηματίζει το χτες
ψιχάλισμα ακριβό στο βλέμμα.

Ένα κρυμμένο φεγγάρι
παραμονεύει τη μοναξιά στη σιωπή,
στο σεντούκι το χρυσό δαχτυλίδι.

Όταν πέφτει η βροχή,
διαμαρτύρηση στην απουσία σου
και στην ατελή πίστη μου ήχοι,
κώδικες μυστικοί
φωνές απ’ το βαθύ του χρόνου.
Όταν πέφτει η βροχή, να σ’ αγκαλιά… ζῶ
και να επαναλαμβάνεται μέσα μου,
η τελευταία συλλαβή ανεξάρτητη,
τόσο μικρή, μα και τόσο απέραντα μεγάλη, ζ, ζῶ …
ζῶ ελεύθερη, με το καπελάκι μιας περισπωμένης.

Με αυτό το κάτι από τη μαγείας τής Κέρκυρας ξημερώνει, βραδιάζει, νυχτώνει.

Λένε πως η καλημέρα είναι ταξίδι και η καληνύχτα, ευκαιρία για σιωπή.

Καληνύχτα λοιπόν…

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα, Νοέμβρης του 2020
Από το υπό έκδοση βιβλίο “Κέρκυρα, σμίλη τη

ΚΡΗΤΗ ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΧΩΡΙΑ kritipoliskaixoria

Η Κρήτη στο ίντερνετ με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, πολιτιστικά, λαογραφικά νέα και ιστορικά στοιχεία, Αφιερώματα αε πόλεις και χωριά της Κρήτης, αρχαιολογικούς χώρους, θρησκευτικά μνημεία, και Ανθρώπους

0 Comments:

Δημοσίευση σχολίου

.........