Η Ηρωική Πόλη της Νάουσας - Κρήτη πόλεις και χωριά
ΚΡΗΤΗ ΠΟΛΕΙΣ ΚΑΙ ΧΩΡΙΑ - email - kritipolis@hotmail.com ......... ......... ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Η Ηρωική Πόλη της Νάουσας

 Η Νάουσα, επισήμως αναγνωρισμένη ως Ηρωική Πόλη της Νάουσας, αποτελεί αστικό κέντρο της Μακεδονίας, έδρα του Δήμου Ηρωικής Πόλης Νάουσας, που ανήκει στην Περιφερειακή Ενότητα Ημαθίας, της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Χαρακτηρίζεται ως ορεινή πόλη, κτισμένη στους ανατολικούς πρόποδες του όρους Βερμίου. 


Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της Απογραφής του 2021, ο πληθυσμός της Νάουσας ανέρχεται σε 17.830 κατοίκους, ενώ ο συνολικός πληθυσμός του ευρύτερου Δήμου διαμορφώθηκε σε 30.054 κατοίκους. Από το έτος 1955, με Βασιλικό Διάταγμα, η Νάουσα φέρει τον τιμητικό τίτλο της «Ηρωικής Πόλης», σε αναγνώριση των αγώνων και των θυσιών των κατοίκων της κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης του 1821.


Η Νάουσα διατρέχεται από τα παγωμένα νερά της Αράπιτσας, ένα από τα ελάχιστα ποτάμια της Ελλάδας με ονομασία θηλυκού γένους, ενώ το περιβάλλον της περιοχής χαρακτηρίζεται από πυκνή και πλούσια βλάστηση, η οποία φιλοξενεί πολλά και διάφορα είδη της δασικής πανίδας.


Η Νάουσα διακρίνεται για τη διαχρονική διατήρηση και ανάδειξη της πολιτιστικής της κληρονομιάς και της πλούσιας λαογραφικής της παράδοσης. Κορυφαία έκφραση αυτής της πολιτισμικής συνέχειας αποτελεί το μοναδικό στον ελλαδικό χώρο δρώμενο «Γενίτσαροι και Μπούλες», έθιμο αυτό, βαθιά ριζωμένο στη συλλογική μνήμη των Ναουσαίων, συνδυάζοντας στοιχεία διονυσιακής παράδοσης, ανδρείας και αντίστασης.


 Μέσα από το γλέντι, τον χορό και την τελετουργική αναβίωση, οι κάτοικοι της Νάουσας ανανεώνουν κάθε χρόνο τον δεσμό τους με την ιστορία και την ταυτότητά τους, μεταλαμπαδεύοντας το έθιμο αυτό στις νεότερες γενιές ως ζωντανό σύμβολο πολιτιστικής συνέχειας και συλλογικής μνήμης.



Η Νάουσα, παλαιότερα γνωστή και ως «Νιάουστα», φαίνεται να έχει την καταγωγή της από τη ρωμαϊκή περίοδο, με επικρατέστερη εκδοχή τη θεμελίωσή της ως «Νέα Αυγούστα» από τους Ρωμαίους. Ο όρος «Νιαούστα» και, εν τέλει, η επικρατούσα ονομασία «Νάουσα» θεωρούνται παραφθορά του αρχικού «Νέα Αυγούστα». Εναλλακτική λαϊκή ετυμολογία αποδίδει την ονομασία «Νάουσα» στη διαδικασία ουσιαστικοποίησης του ρήματος «ναώ», το οποίο σημαίνει «ρέω» ή «επιπλέω», γεγονός που συνδέεται με τον ναυτικό χαρακτήρα της περιοχής. Κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, όταν η πόλη βρισκόταν υπό την κυριαρχία των Σέρβων ηγεμόνων, η ονομασία της ήταν «Νιέγκους» (σερβικά: Његуш, Njeguš).


Η Νάουσα είναι χτισμένη στο δυτικό τμήμα της Περιφερειακής Ενότητας Ημαθίας, σε απόσταση 22 χιλιομέτρων βόρεια από την πρωτεύουσα του νομού, τη Βέροια. Εντοπίζεται 90 χιλιόμετρα δυτικά της Θεσσαλονίκης και 32 χιλιόμετρα νότια της Έδεσσας. Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει η περιοχή του Αγίου Νικολάου, η οποία έχει ανακηρυχθεί ως Τοπίο Ιδιαίτερου Φυσικού Κάλλους, προστατευόμενο για την απαράμιλλη φυσική της ομορφιά.



Ο ποταμός Αράπιτσα αποτελεί τον κύριο υδροφορέα της περιοχής, προσφέροντας σημαντικό οικολογικό και υδρολογικό ρόλο. Σε μικρή απόσταση από τον οικισμό βρίσκονται τα ερείπια της Μίεζας, της περίφημης Σχολής του Αριστοτέλη, τόπου όπου ο Μέγας Αλέξανδρος, κατά τη διάρκεια της νεανικής του ηλικίας, έλαβε τη διδασκαλία από τον σπουδαίο φιλόσοφο. 


Το εν λόγω ιστορικό και αρχαιολογικό μνημείο έχει αναδειχθεί και τουριστικά, με σεβασμό, ωστόσο, προς το φυσικό περιβάλλον. Η διαχείριση της περιοχής υπό το Πρόγραμμα LIFE της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξασφαλίζει την προστασία και αειφόρο ανάπτυξή της.


Το κλίμα της Νάουσας χαρακτηρίζεται ως ηπειρωτικό μεσογειακό, με έντονες επιρροές από τη γεωγραφική θέση της πόλης, η οποία γειτνιάζει με τον κάμπο της Ημαθίας και τον Θερμαϊκό Κόλπο. Ωστόσο, οι κλιματικές συνθήκες διαφοροποιούνται σε σημαντικό βαθμό από την παρουσία του ορεινού όγκου του Βερμίου, ο οποίος συμβάλλει καθοριστικά στην ένταση των θερμοκρασιακών και βροχομετρικών διακυμάνσεων στην περιοχή. Συγκεκριμένα, το βουνό δημιουργεί μια διχοτόμηση της περιοχής σε δύο διαφορετικές κλιματικές ζώνες: μια ορεινή και ημιορεινή με αυξημένη υγρασία και μια πεδινή με μειωμένες βροχοπτώσεις, ιδιαίτερα κατά τους θερινούς μήνες. 


Η επικράτηση των βόρειων και βορειοδυτικών ανέμων, οι οποίοι είναι γενικά χαμηλής και μέτριας έντασης, χαρακτηρίζει την περιοχή καθ' όλη τη διάρκεια του έτους, ενώ την άνοιξη, η παρουσία των νότιων ανέμων ενισχύει τις κλιματικές αλλαγές. Παράλληλα, οι ανθρώπινες παρεμβάσεις στην περιοχή έχουν συντελέσει στη διαφοροποίηση των κλιματολογικών συνθηκών. Ειδικότερα, η λειτουργία των θερμοηλεκτρικών σταθμών στο οροπέδιο της Εορδαίας, καθώς και η δημιουργία τριών τεχνητών λιμνών κατά μήκος του ποταμού Αλιάκμονα, έχουν οδηγήσει σε υψηλότερες ελάχιστες θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια του χειμώνα, ενισχύοντας το φαινόμενο της θερμικής νησίδας στην περιοχή.



Η ευρύτερη περιοχή της Νάουσας είναι ιδιαίτερα γνωστή για την παράδοση και τη μακρόχρονη ιστορία της στην οινοποιία. Το ομώνυμο κόκκινο κρασί «Νάουσα» έχει αποσπάσει πλήθος διακρίσεων, τόσο σε εγχώριο όσο και σε διεθνές επίπεδο. Ήταν μάλιστα από τα πρώτα ελληνικά κρασιά που κυκλοφόρησαν εμφιαλωμένα, καταγράφοντας μια σημαντική εξέλιξη στην αγορά. 


Η ξεχωριστή ποικιλία που χρησιμοποιείται για την παραγωγή του, το ξινόμαυρο, είναι καταχωρημένη ως Ονομασία Προέλευσης Ανωτάτης Ποιότητας (Ο.Π.Α.Π.) και διακρίνεται για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γεύσης της, η οποία διαμορφώνεται μέσω της τεχνικής «blanc de noir». Η ποικιλία αυτή είναι γνωστή για την έντονη αρωματικότητα και την πλούσια γεύση της, κάνοντάς την μια από τις πιο αναγνωρίσιμες και εκτιμημένες στον τομέα της ελληνικής οινοποίησης. Χαρακτηριστική παραμένει η πατροπαράδοτη φράση:


Εκτός από το κρασί, η πεδινή περιοχή γύρω από τη Νάουσα είναι φημισμένη για την παραγωγή υψηλής ποιότητας οπωροκηπευτικών. Ροδάκινα, μήλα και κεράσια καλλιεργούνται στην περιοχή και καταναλώνονται τόσο στην εγχώρια αγορά όσο και σε διεθνές επίπεδο, γεγονός που ενισχύει την εξαγωγική δυναμική της περιοχής.


Το αρχοντικό Χατζημαλούση

Η έντονης οικονομικής ευημερία της Νάουσας, τη περίοδο της Τουρκοκρατίας, είχε ως αποτέλεσμα την οικοδόμηση πολυτελών και επιβλητικών οικιών από τους κατοίκους της. Αυτές οι κατοικίες ακολουθούσαν τη χαρακτηριστική Μακεδονίτικη αρχιτεκτονική, η οποία συνδυάζει την παραδοσιακή τοπική τεχνοτροπία με οθωμανικές και βυζαντινές επιρροές. 


Σήμερα, παραδοσιακά κτίρια μακεδονικού ρυθμού που διασώζονται στην πόλη, καταλαμβάνουν συνήθως αρκετά μεγάλο όγκο και είναι κατά κανόνα διώροφα, με εσωτερική αυλή. Η κατασκευή τους περιλαμβάνει υλικά όπως πορόλιθους, πλιθιά και ξύλα, προσδίδοντας τους μια ιδιαίτερη αρχιτεκτονική αισθητική, που συνδυάζει τη λειτουργικότητα με την ομορφιά.


 Δυστυχώς, όμως, οι περισσότερες από αυτές τις κατοικίες έχουν υποστεί σοβαρές φθορές και διασώζονται σήμερα ελάχιστα παραδείγματα. Αυτά συγκεντρώνονται σε διάφορες συνοικίες της πόλης: στη «Πουλιάνα» και τα «Μπατάνια» βρίσκονται τα μεγαλύτερα και πιο επιβλητικά αστικά κτίρια, ενώ στα «Αλώνια» κυριαρχούν οι μικρότερες, λαϊκές κατοικίες. 


Εξαιρετικά αξιόλογα δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής αποτελούν τα σχολεία Γαλάκεια και Σεφέρτζειο, καθώς και το Λάππειο Γυμνάσιο, που ονομάστηκαν έτσι προς τιμή των δωρητών τους. Η Νάουσα, αν και δεν διαθέτει παλιές εκκλησίες λόγω της καταστροφής τους στο Ολοκαύτωμα του 1822, διατηρεί μερικά αξιόλογα θρησκευτικά μνημεία. 


Σώζεται ο μικρός Ναός του Προδρόμου, ο οποίος διασώθηκε από θαύμα, ενώ οι ναοί του Αγίου Γεωργίου και της Παναγίας, οι οποίοι χρονολογούνται από το β΄ μισό του 19ο αιώνα, είναι τρίκλιτες βασιλικές. Οι παλαιότεροι ναοί αντικαταστάθηκαν από τις σημερινές εκκλησίες, αποτυπώνοντας τη συνεχιζόμενη θρησκευτική παράδοση της πόλης.


Ο Πύργος του Ρολογιού Νάουσας

Η πόλη, επίσης, διατηρεί διάσπαρτα βιομηχανικά κτήρια που χρονολογούνται κυρίως από τον 19ο και 20ό αιώνα, όταν λειτουργούσαν ως κλωστοϋφαντουργεία και αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της βιομηχανικής παραγωγής της περιοχής. Ωστόσο, από τη δεκαετία του 1990 και μετά, λόγω της παγκόσμιας κρίσης στον συγκεκριμένο τομέα, πολλά από τα εργοστάσια αυτά έκλεισαν και σήμερα παραμένουν άδεια, αποτελώντας «κουφάρια» που θυμίζουν τη βιομηχανική δόξα του παρελθόντος. Παρά τις δυσμενείς συνθήκες, αρκετά από αυτά τα κτίρια έχουν παραχωρηθεί στον Δήμο, ο οποίος εργάζεται μέχρι σήμερα για την επαναχρησιμοποίησή τους.

Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία αναφοράς της Νάουσας είναι ο Πύργος του Ρολογιού, γνωστός και ως «Ρολόι», που βρίσκεται μπροστά από το Δημαρχείο της πόλης. Ο πύργος αυτός, ύψους 25 μέτρων, κατασκευάστηκε το 1895 από τον βιομήχανο Γεώργιο Αναστασίου Κύρτση και αποτελεί ένα εξαιρετικό δείγμα της Οθωμανικής αρχιτεκτονικής των Βαλκανίων. 


Σήμερα διασώζεται ο πρωτότυπος μηχανισμός του, που συνεχίζει να λειτουργεί. Ένας νέος συμβολικός μνημειακός πόλος της πόλης είναι ο Οβελίσκος, που τοποθετήθηκε στην κεντρική πλατεία. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 2000 και ολοκληρώθηκε το 2002, με ύψος 11 μέτρων, προσφέροντας μια σύγχρονη αίσθηση στη συμβολική αρχιτεκτονική της πόλης.



Η Σχολή του Αριστοτέλη στη Μίεζα

Στη σημερινή θέση όπου είναι κτισμένη η Νάουσα, δεν έχει εντοπιστεί αρχαίος οικισμός. Ωστόσο, η αρχαία ιστορία της περιοχής μαρτυρά ότι κάτοικοί της ήταν οι Βρίγες, μια θρακική φυλή, γνωστή κυρίως στην ιστορία ως Φρύγες. Αυτοί οι Βρίγες, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, εγκαταστάθηκαν στην ευρύτερη περιοχή της Ημαθίας γύρω στον 12ο αιώνα π.Χ., κατά τη διάρκεια της μεταναστευτικής περιόδου των αρχαίων φυλών. Αργότερα, οι Βρίγες εκδιώχθηκαν από τη περιοχή από τους Μακεδόνες και, τελικά, μετανάστευσαν στη Χαλκιδική.


Πέρα από τα θρακικά ίχνη, οι αρχαιολογικές έρευνες της τελευταίας δεκαετίας στην ευρύτερη πεδινή περιοχή γύρω από τη Νάουσα έχουν φέρει στο φως οικιστικές εγκαταστάσεις που ανάγονται στην Εποχή του Χαλκού. Αν και δεν υπάρχει συγκεκριμένος αρχαίος οικισμός στην ίδια την πόλη, οι ανασκαφές των τελευταίων χρόνων, οι οποίες εντόπισαν και μεταγενέστερα ευρήματα από την αρχαϊκή έως και την Ελληνιστική περίοδο, ενισχύουν την υπόθεση ύπαρξης σημαντικής αρχαίας πόλης στην περιοχή.


 Μεταξύ των σημαντικών αρχαιολογικών θέσεων που έχουν ανασκαφεί περιλαμβάνονται οι Κοπανός, Χαρίεσσα και Λευκάδια, οι οποίες υποδεικνύουν την πιθανότητα ύπαρξης μιας ακμάζουσας πόλης στην περιοχή, που ίσως να ταυτίζεται με την αρχαία πόλη Μίεζα ή Μέζα, η οποία αναφέρεται στα αφιερώματα των Δελφών. Η πιθανότητα η Νάουσα να βρίσκεται κοντά σε αυτό το αρχαίο κέντρο ενισχύει τη σημασία της περιοχής στην αρχαιότητα, καθώς και τη στρατηγική και πολιτιστική της θέση στο γεωγραφικό και ιστορικό χάρτη της Μακεδονίας.


Το 168 π.Χ. μετά τη μάχη της Πύδνας η περιοχή περνά στη κατοχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και εντάσσεται στην Επαρχία της Μακεδονίας. Έκτοτε η περιοχή της Νάουσας περνά σε αφάνεια.



Η πρώτη οικιστική παρουσία στην περιοχή της Νάουσας χρονολογείται κατά την Οθωμανική κυριαρχία, με παράλληλη ανάπτυξη των τοπικών χειροτεχνικών δραστηριοτήτων. Σύμφωνα με την τοπική παράδοση και έμμεσες ιστορικές μαρτυρίες, ο ανασυνοικισμός της περιοχής τοποθετείται στον 14ο αιώνα (περίπου το 1385-86), λίγο μετά την κατάληψη της Βέροιας από τους Οθωμανούς (περίπου το 1383-87). Την περίοδο αυτή, η περιοχή βίωνε έντονη αναρχία λόγω των επιδρομών από άτακτες μονάδες γαζήδων, οι οποίοι καταλάμβαναν πόλεις και περιοχές της Μακεδονίας, συχνά για μικρό χρονικό διάστημα. 


Οι τρομοκρατημένοι κάτοικοι της περιοχής, αναζητώντας καταφύγιο, κατέφυγαν στις δασώδεις και ορεινές περιοχές της Νάουσας, συμβάλλοντας στην επανακατοίκηση και ανασύσταση του οικισμού. Ο τοπάρχης της περιοχής, Σιαχ Λιάνης, παρέσχε σημαντικά προνόμια στους χριστιανούς κατοίκους, επιτρέποντάς τους να αναπτύξουν τις τοπικές τους δραστηριότητες και να προχωρήσουν στην εδραίωση της πόλης. 


Η τοποθεσία της Νάουσας ήταν στρατηγικά ιδανική, καθώς η πόλη απλωνόταν στον κάμπο, επιτρέποντας στους κατοίκους να παρακολουθούν τυχόν απειλές και να υπερασπιστούν την περιοχή τους. Μετά την ολοκληρωτική κατάκτηση της Μακεδονίας από τους Οθωμανούς, η περιοχή πέρασε στα χέρια του Γαζή Αχμέτ Εβρενός, τον καλύτερο στρατηγό του σουλτάνου Μουράτ Α', στον οποίο παραδίδεται η ευθύνη για την κατάληψη σχεδόν όλων των σημαντικών πόλεων της Μακεδονίας. Στην περιοχή της Νάουσας, ο Εβρενός ίδρυσε βακούφι, το οποίο διατηρήθηκε από τους απογόνους του στα Γιαννιτσά.


Η ελληνική κοινότητα στην περιοχή ευνοήθηκε από σημαντικά προνόμια, τα οποία παραχωρήθηκαν με την παρέμβαση της Βαλιδέ Σουλτάνας Μάρα Μπράνκοβιτς. Η Νάουσα διατήρησε χριστιανικό χαρακτήρα καθ' όλη τη διάρκεια των Οθωμανικών χρόνων. Εξαιρουμένων του καδή και του βοεβόδα, στην πόλη δεν υπήρχαν άλλοι Οθωμανοί, ενώ η πόλη είχε σημαντικά δικαιώματα αυτοδιοίκησης, τη δική της φρουρά και φορολογικά προνόμια, που βοήθησαν στην ταχεία αύξηση του πληθυσμού και στην ανάπτυξη της τοπικής χειροτεχνίας, όπως η οπλουργία, η χρυσοχοΐα και η υφαντουργία.

Από τον 17ο αιώνα, η Νάουσα υπήρξε ένα σημαντικό αστικό κέντρο με περίπου χίλια σπίτια και αναπτυγμένη οικονομική επιρροή, όχι μόνο στην περιοχή της Μακεδονίας αλλά και πέρα από αυτήν, λόγω της στρατηγικής θέσης της στον δρόμο των καραβανιών που συνέδεε τις νοτιοβαλκανικές αγορές. Ο Εβλιγιά Τσελεμπή, κατά την επίσκεψή του στην περιοχή τον 17ο αιώνα, αναφέρει ότι η πόλη κατοικείτο κυρίως από Έλληνες, γεγονός που επιβεβαιώνει τη σημασία της Νάουσας ως κυριάρχου οικιστικού κέντρου της εποχής.


Η πρώτη σημαντική ιστορική αναφορά για την πόλη καταγράφηκε το 1705, όταν Τούρκος αξιωματούχος επισκέφθηκε τη Νάουσα με σκοπό να στρατολογήσει νέους για τα τάγματα των γενιτσάρων. Οι κάτοικοι, αρνούμενοι να παραδώσουν τα παιδιά τους, αντέδρασαν με βία, σκοτώνοντας τον αξιωματούχο και δύο από τους συνοδούς του. Με επικεφαλής τον αρματολό Ζήση Καραδήμο και τους δύο γιούς του, περίπου 100 άνδρες αντάρτες υψώνοντας τη σημαία της αντίστασης, προκάλεσαν σοβαρές απώλειες στους Οθωμανούς κατακτητές. 


Παρά τη γενναία αντίσταση, οι αντάρτες κυκλώθηκαν από μια δύναμη 800 Τούρκων, με αποτέλεσμα να σκοτωθεί ο Καραδήμος και να συλληφθούν οι γιοί του, οι οποίοι καταδικάστηκαν σε θάνατο. Η στάση αυτή των Ναουσαίων το 1705 αποτελεί μια από τις σημαντικότερες ενέργειες αντίστασης του υπόδουλου Ελληνισμού κατά την Οθωμανική περίοδο, και θεωρείται ο καταλύτης που οδήγησε στη σταδιακή κατάργηση του παιδομαζώματος στον ελλαδικό χώρο.


Το 1772, η Νάουσα αποτέλεσε ένα από τα σημαντικά κέντρα μιας συνωμοτικής κίνησης για την εξέγερση κατά των Οθωμανών, η οποία υποκινήθηκε από τον Σωτήριο Λευκάδιο, πράκτορα της Ρωσίας. Στη Νάουσα και στην Κοζάνη συγκεντρώθηκαν οι επίσκοποι Εδέσσης, Βεροίας, Καμπανίας, Πλαταμώνος, Σερβίων και Κοζάνης, καθώς και άλλοι κληρικοί και εκπρόσωποι των τοπικών κοινοτήτων. Στη συνάντηση αποφασίστηκε να συγκροτηθούν στρατιωτικά σώματα, τα οποία θα ενισχύονταν από αρματωλούς, προκειμένου να αντιμετωπιστεί η τουρκική κυριαρχία. 


Παρά το γεγονός ότι δεν είναι γνωστό το ακριβές αποτέλεσμα της συνωμοσίας, εκείνη την εποχή οι Οθωμανοί φοβούμενοι την πιθανή επίθεση από τον ρωσικό στόλο, προχώρησαν σε βιαιπραγίες κατά των Ελλήνων, με στόχο να καταπνίξουν κάθε είδους επαναστατική κίνηση. Η κατάσταση αυτή τερματίστηκε το 1774 με την υπογραφή της Συνθήκης του Κιουτσούκ-Καϊναρτζή, που παραχώρησε στους Έλληνες πολλά προνόμια, ενώ οι Οθωμανοί υποχρεώθηκαν να περιορίσουν τις καταπιέσεις. Παρά την παρένθεση αυτή της ανακούφισης, η Νάουσα συνέχισε την ανάπτυξή της, τόσο οικονομικά όσο και πολιτιστικά. 


Στην πραγματικότητα, μέσα σε έναν αιώνα ο πληθυσμός της διπλασιάστηκε σχεδόν, και η πόλη απέκτησε φήμη για τα κρασιά της και τις εκπαιδευτικές της δραστηριότητες, προσελκύοντας το ενδιαφέρον του φιλόδοξου Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Ο Αλή Πασάς, αναγνωρίζοντας τη στρατηγική και οικονομική σημασία της πόλης, επιχείρησε να την προσαρτήσει με πολιορκίες και δόλο, μεταξύ 1795 και 1804. Ωστόσο, η αντίσταση των κατοίκων ήταν σφοδρή, και το 1804, ο αρματολός Βασίλειος Ρομφέης μαζί με τον υπαρχηγό Αναστάσιο Καρατάσο, κατάφεραν να αποκρούσουν τις οθωμανικές δυνάμεις σε μια σφοδρή πεντάμηνη πολιορκία. 

Τελικά, το 1804, η πόλη παραδόθηκε στους Οθωμανούς και υπήρξε μέρος της επικράτειας του Αλή Πασά μέχρι το 1812, οπότε και αναγκάστηκε να την εγκαταλείψει κατ' εντολή του Σουλτάνου.


Η ηρεμία που ακολούθησε αυτή την περίοδο ήταν σύντομη. Το Φεβρουάριο του 1822, κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, η Νάουσα συμμετείχε ενεργά στην εξέγερση. Εκείνη την ημέρα, η Επανάσταση κηρύχθηκε επίσημα στον Μητροπολιτικό ναό της πόλης με δοξολογία, ορκωμοσία, επαναστατικά άσματα και ύψωση των σημαιών στους πύργους και τις πύλες της. Η πόλη ανέλαβε δράση με πολεμικές επιχειρήσεις, υπό την ηγεσία των Ζαφειράκη Θεοδοσίου και Αναστάσιου Καρατάσου, με στόχο την ίδρυση ελεύθερου επαναστατικού καθεστώτος στην περιοχή.


 Σύντομα όμως, τα στρατεύματα του Μεχμέτ Εμίν Πασά «Εμπού Λουμπούτ». πολιόρκησαν τη Νάουσα και, παρά την ηρωική αντίσταση των κατοίκων, η πόλη έπεσε στις 22 Απριλίου 1822, Κυριακή του Θωμά, ύστερα από σφοδρή μάχη. Οι 12.000 Οθωμανοί στρατιώτες κατάφεραν να καταλάβουν την πόλη, και ακολούθησαν καταστροφή, λεηλασίες και μαζικές σφαγές του πληθυσμού. Πολλές γυναίκες, προκειμένου να αποφύγουν τη σύλληψη από τους Τούρκους, προτίμησαν να πέσουν στον καταρράκτη της Αράπιτσας στους «Στουμπάνους», παίρνοντας μαζί τους και τα παιδιά τους στον θάνατο. 


Σύμφωνα με τα επίσημα οθωμανικά ντοκουμέντα, 409 Ναουσαίοι σκοτώθηκαν, 33 εγκατέλειψαν την πόλη, και 198 διασώθηκαν, οι περισσότεροι από αυτούς άνδρες. Παράλληλα, πάνω από 400 γυναικόπαιδα πωλήθηκαν ως σκλάβοι και οι περιουσίες των νεκρών και φυγάδων (655 σπίτια) κατασχέθηκαν από τους Οθωμανούς.


Η καταστροφή της Νάουσας είχε τεράστιες συνέπειες για την πόλη, η οποία για τα επόμενα χρόνια έχασε τα προνόμια που είχε απολαύσει, ενώ πολλοί από τους κατοίκους της συνέχισαν τον αγώνα για την ανεξαρτησία στην Νότια Ελλάδα. Διακρίθηκαν Ναουσαίοι αγωνιστές, όπως ο εκατόνταρχος Λάζαρος (Λάζος) Γεωργίου και οι αξιωματικοί Δημήτριος Αγγελόπουλος, Κωνσταντίνος Καραμεσίνας και Φίλιππος Καραμεσίνας, οι υπερασπιστές της Ύδρας Κωνσταντίνος Γιάννη και Νικόλαος Τουφεξής, καθώς και πολλοί άλλοι ήρωες που συνέβαλαν στον αγώνα για την ελευθερία.


Η πόλη εκπροσωπήθηκε και στην πολιτική σκηνή του Αγώνα για την Ελευθερία, με τον Βάιο Γεωργίου να εκπροσωπεί τη Νάουσα στην Δ' Εθνοσυνέλευση Άργους το 1829, καθώς και στην επόμενη Εθνοσυνέλευση στα Μέγαρα το 1832, υπογραμμίζοντας την διαρκή συμμετοχή των Ναουσαίων στην εθνική προσπάθεια.


Παρά την καταστροφή που υπέστη η Νάουσα το 1822, η πόλη κατάφερε να αναρρώσει γρήγορα και να επανέλθει στο προσκήνιο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της περιοχής. Οι 198 Ναουσαίοι που έλαβαν χάρη, προερχόμενοι κυρίως από εύπορες οικογένειες, αποτέλεσαν τη βάση της ανασυγκρότησης της πόλης. Αυτές οι οικογένειες, εκτός από τα εκτάρια γης που κατείχαν, διατηρούσαν 17 εργαστήρια, 26 βιοτεχνίες και 4 μεγάλες λανάρες, οι οποίες αποτέλεσαν τα θεμέλια για την οικονομική άνθηση της Νάουσας. Ιδιαίτερα η παρασκευή μάλλινων προϊόντων απέκτησε ιδιαίτερη σημασία και αποτέλεσε κινητήρια δύναμη για την ανάπτυξη της πόλης.


Ταυτόχρονα, χριστιανικές οικογένειες άρχισαν να μετακομίζουν στη Νάουσα, ενώ οι αρχές προέτρεψαν και την εγκατάσταση μουσουλμανικών οικογενειών για την αποφυγή νέων κινημάτων ή ανταρτικών δράσεων. Έτσι, περίπου 70 μουσουλμανικές οικογένειες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα και εγκαταστάθηκαν στην πόλη, ενισχύοντας την πολυπολιτισμική σύνθεση της Νάουσας.


Στα τελευταία χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας, η Νάουσα γνώρισε μια περίοδο εμπορικής και βιομηχανικής ακμής, η οποία εντάθηκε μετά τις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ. Οι μεταρρυθμίσεις αυτές, οι οποίες αναγνώριζαν ίσα δικαιώματα στους θρησκευτικούς πληθυσμούς, ενίσχυσαν την εμπιστοσύνη των Ελλήνων στους θεσμούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και επέφεραν μεγαλύτερη ασφάλεια στις υποθέσεις τους, ιδιαίτερα στα θέματα ιδιοκτησίας. Καθώς οι οικογένειες που είχαν επιβιώσει από την καταστροφή της πόλης, συγκέντρωσαν δύναμη, περίπου 20 οικογένειες ανέλαβαν την οικονομική ηγεσία της Νάουσας, με τις περισσότερες να εμπλέκονται σε επιχειρηματικές συνεργασίες μέσω γάμων, ενισχύοντας έτσι τις εμπορικές και βιομηχανικές δραστηριότητες της πόλης.

Η σημαντικότερη εξέλιξη στον τομέα της βιομηχανίας ήταν η ίδρυση του εργοστασίου κλωστοϋφαντουργίας «Λόγγου–Κίρτση–Τουρπάλη» το 1874-1875, το οποίο θεωρείται η πρώτη σύγχρονη βιομηχανία στα Βαλκάνια. Η στρατηγική εκμετάλλευση της διεθνούς πτώσης της τιμής του βαμβακιού, η φτηνή ενέργεια που παρείχε το νερό και οι χαμηλοί μισθοί, επέτρεψαν στους Ναουσαίους βιομήχανους να ανταγωνιστούν αποτελεσματικά τις εισαγωγές βαμβακερών υφασμάτων από το εξωτερικό.


 Η επιτυχία αυτών των βιομηχανιών, που ακολούθησαν μερικά χρόνια αργότερα, οδήγησε την Νάουσα να καταστεί η σημαντικότερη παραγωγική βάση μάλλινων προϊόντων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Παράλληλα, οι Βούλγαροι παραγωγοί μάλλινων, οι οποίοι είχαν ηγεμονική θέση στην αγορά μέχρι τότε, άρχισαν να αποτυγχάνουν στην ικανοποίηση των ποιοτικών απαιτήσεων του Οθωμανικού στρατού, δίνοντας τη θέση τους στις Ναουσαϊκές βιομηχανίες.


Η οικονομική ανάπτυξη, ωστόσο, δεν ήταν η μόνη σημαντική εξέλιξη στην πόλη. Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908), η Νάουσα αναδείχθηκε σε σημαντικό κέντρο αντίστασης κατά των Βουλγάρων κομιτατζήδων. Η πόλη προσέφερε πολύτιμη υποστήριξη στα ελληνικά ανταρτικά σώματα, τα οποία είχαν ως ηγετικές μορφές τον Επαμεινώνδα Γκαρνέτα και τον Ιωάννη Σημανίκα. 


Οι αγώνες των Ναουσαίων και η στήριξή τους στην ελληνική επαναστατική κίνηση συνέβαλαν καθοριστικά στην εξέλιξη του Μακεδονικού Αγώνα, ο οποίος αποτέλεσε το προοίμιο των Βαλκανικών Πολέμων (1912-1913), με σκοπό την απελευθέρωση των εδαφών που ήταν υπό οθωμανική κυριαρχία. Η Νάουσα τελικά απελευθερώθηκε από την Οθωμανική κυριαρχία στις 17 Οκτωβρίου 1912, σημειώνοντας την κορύφωση ενός αγώνα που είχε ξεκινήσει πολλές δεκαετίες νωρίτερα, με την πόλη να συνεισφέρει καθοριστικά στην εθνική ανεξαρτησία. 


Η αντίσταση των Ναουσαίων, η οικονομική τους ανθεκτικότητα και οι συνεχείς αγώνες τους καθιστούν την πόλη έναν από τους σημαντικότερους πυλώνες της ελληνικής ιστορίας στην εποχή των τελευταίων Οθωμανικών χρόνων και των πρώτων βαλκανικών νικών.

Η Νάουσα, μετά την απελευθέρωσή της το 1912, αποτέλεσε μια από τις πιο σημαντικές βιομηχανικές πόλεις της Ελλάδας, με το οικονομικό της μέλλον να διαγράφεται λαμπρό. Με πληθυσμό που κυμαίνονταν από 9.000 έως 12.000 κατοίκους, περίπου το 20% αυτού του πληθυσμού ήταν εργάτες, κυρίως γυναίκες, οι οποίες εργάζονταν στις κλωστοϋφαντουργικές μονάδες της πόλης. 


Το 1912 η Νάουσα διέθετε τρεις μεγάλες κλωστοϋφαντουργίες με 14.200 αργαλειούς, ενώ άλλες τρεις μονάδες στην Έδεσσα και τη Θεσσαλονίκη ανήκαν εξ ολοκλήρου σε Ναουσαίους. Έτσι, η πόλη κατείχε το 60% των κλωστοϋφαντουργικών μονάδων της Μακεδονίας, και το 90% των μηχανοποιημένων μονάδων επεξεργασίας μαλλιού στην περιοχή ελέγχονταν από Ναουσαίους. Η οικονομική κυριαρχία της πόλης στον κλάδο της κλωστοϋφαντουργίας ήταν εντυπωσιακή, με τις μονάδες αυτές να εξυπηρετούν και τις ανάγκες του Οθωμανικού στρατού για μάλλινα προϊόντα. 


Επιπλέον, η Νάουσα διέθετε και άλλες βιομηχανικές μονάδες όπως 3 μεγάλους και δεκάδες μικρούς μύλους, 3 ξυλουργικές μονάδες, πιεστήρια, μεταξουργεία και μικρότερες βιοτεχνίες επεξεργασίας μαλλιών, που καθιστούσαν την πόλη το οικονομικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Η ανάπτυξη αυτή δεν περιορίστηκε μόνο στον τομέα της βιομηχανίας. Η γεωργία εκσυγχρονίστηκε, με έμφαση στη συστηματική δενδροκαλλιέργεια, ενώ το εξωτερικό εμπόριο σημείωσε άλματα, καθώς η πόλη συνδέθηκε με διεθνείς αγορές, κυρίως μέσω του εμπορίου μάλλινων και άλλων προϊόντων. 


Ωστόσο, η πραγματική πρόκληση για τη Νάουσα ήρθε μετά την Μικρασιατική καταστροφή του 1922, όταν μια σημαντική ομάδα Μικρασιατών προσφύγων εγκαταστάθηκε στην πόλη. Η παρουσία αυτών των προσφύγων, μαζί με τις βελτιώσεις στην αγροτική παραγωγή και τις νέες βιομηχανικές επενδύσεις, συνέβαλαν στην περαιτέρω ανάπτυξη και στον εκσυγχρονισμό της πόλης.


Κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής, η Νάουσα υπήρξε σημαντικό κέντρο της Εθνικής Αντίστασης. Η πόλη, λόγω του μεγάλου αριθμού εργατών, αποτέλεσε σημείο στρατηγικής σημασίας για τον ΕΛΑΣ. Η ορεινή γεωγραφία της περιοχής επέτρεψε την οργανωμένη αντίσταση με αντάρτικες ομάδες που αντιστάθηκαν σθεναρά στους κατακτητές. Παράλληλα, η εμφύλια διαμάχη μεταξύ του ΕΛΑΣ και άλλων αντιστασιακών οργανώσεων ξεκίνησε και στην περιοχή, δημιουργώντας ένταση και σύγκρουση.


Μετά την απελευθέρωση της Νάουσας τον Σεπτέμβριο του 1944, η πόλη υπήρξε ξανά το κέντρο των πολιτικών και κοινωνικών αναταραχών. Στον Εμφύλιο Πόλεμο που ακολούθησε, η πόλη υπέστη σοβαρές καταστροφές. Το 1946, η Νάουσα δέχτηκε επίθεση από αντάρτικες ομάδες του ΔΣΕ, με αποτέλεσμα τη νέα πυρπόληση και τη σφαγή αθώων. Οι επιθέσεις και οι καταστροφές συνεχίστηκαν και το 1949, με την πόλη να καταλαμβάνεται για μικρό χρονικό διάστημα από τον ΔΣΕ, πριν τελικά απελευθερωθεί και πάλι.



Παρά τις φοβερές καταστροφές και τα τραγικά γεγονότα του Εμφυλίου, η Νάουσα κατάφερε να αναγεννηθεί από τις στάχτες της. Στη δεκαετία του 1950, τα κατεστραμμένα εργοστάσια ανακατασκευάστηκαν, η βιομηχανία επανήλθε στην κανονικότητα και χιλιάδες εργάτες ξαναβρήκαν δουλειά. Η παραγωγή φλοκάτων και μάλλινων προϊόντων συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση, ενώ οι νέες γεωργικές καλλιέργειες και η αξιοποίηση του πλούσιου δασικού πλούτου του Βερμίου έδωσαν στην πόλη νέα δυναμική και ανάπτυξη.


Η Νάουσα, μέσα από τις αναρίθμητες δυσκολίες που πέρασε, κατάφερε να διατηρήσει τη βιομηχανική της ταυτότητα και να εξελιχθεί σε μία από τις πιο δυναμικές και παραγωγικές πόλεις της βόρειας Ελλάδας, προσαρμόζοντας την οικονομία της στις νέες συνθήκες της μεταπολεμικής εποχής.

Μουσεία

Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο: Έχει εκθέματα της πολιτιστικής κληρονομιάς της Νάουσας και των περιχώρων. Στα εκθέματα συγκαταλέγονται μεταξύ άλλων τοπικές στολές της πόλης και της περιοχής, υφαντά, αργαλειοί, όπλα και κοσμήματα. Βρίσκεται στην οδό Αγ. Δημητρίου 10.


Μουσείο Οίνου και Αμπέλου: Βρίσκεται στην οδό Χατζημαλούση 17, στο σπίτι του Ιωάννη Μπουτάρη, ιδρυτή της ομώνυμης εταιρίας. Πρόκειται για παραδοσιακό νεοκλασικό κτίριο του 1908, που αποτέλεσε και το πρώτο οινοποιείο της πόλης. Στο μουσείο μπορεί ο επισκέπτης να πληροφορηθεί για την ιστορία και για τη διαδικασία παραγωγής κρασιού στην περιοχή και για όλα τα απαραίτητα αντικείμενα γύρω από το κρασί.


Λαογραφικό Μουσείο Βλάχων: Έχει εκθέματα από τη ζωή των Ναουσαίων Βλάχων. Μεταξύ άλλων θα δει κανείς αργαλειούς, φλοκάτες και στολές. Βρίσκεται στην οδό Σοφρωνίου 23.


Εύξεινος Λέσχη Ποντίων Νάουσας: Εδώ θα βρει ο επισκέπτης μια μεγάλη βιβλιοθήκη που περιέχει και σχεδόν 1.000 βιβλία από τη Βιβλιοθήκη της Αργυρούπολης του Πόντου τα οποία έφεραν από τον Πόντο το 1923 οι πρόσφυγες. Αρχικά ήταν γύρω στα 5.000, αλλά πολλά καταστράφηκαν από την κατέρρευση του κτιρίου όπου στεγάζονταν αρχικά, άλλα πάλι μοιράστηκαν και άλλα έγιναν αντικείμενο κλοπής. Τώρα γίνεται προσπάθεια σωτηρίας των εναπομείναντων βιβλίων με αντιγραφή σε σύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα, μελέτη και συντήρηση.


Συλλογή Σιμανίκα: Πρόκειται για ιδιωτική συλλογή κλασσικής μουσικής που δωρήθηκε στον Δήμο. Η συλλογή περιλαμβάνει πληθώρα δίσκων, CD, κασετών και βιντεοταινιών.

Πάρκα

Η Νάουσα περιβάλλεται από πολύ πράσινο και διαθέτει αρκετά πάρκα. Το δημοτικό πάρκο που δημιουργήθηκε τη δεκαετία του 1950, είναι έκτασης 30 περίπου στρεμμάτων, αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά ενδοαστικά πάρκα της Ελλάδας, με επιβλητική θέα στον κάμπο της Ημαθίας, τον διαμορφωμένο ανθόκηπο αλλά και μία λίμνη έκτασης 1,5 περίπου στρεμμάτων που φιλοξενεί ψάρια, πάπιες και κύκνους. To 2021 το δημοτικό πάρκο εντάχθηκε επίσημα ως πλήρες μέλος στην Ευρωπαϊκή Διαδρομή Ιστορικών Κήπων του Συμβουλίου της Ευρώπης (ERHG)[9]. Το γνωστότερο άλσος είναι αυτό του Αγίου Νικολάου.


Άγιος Νικόλαος

Σε απόσταση μόνο τριών χιλιομέτρων απ' το κέντρο της πόλης, βρίσκονται οι πηγές του ποταμού της Αράπιτσας μεσα σε πυκνή βλάστηση από πλατάνια. Η Αράπιτσα υδροδοτεί την πόλη και αρδεύει τα εύφορα κτήματα όλης της περιοχής. 


Στην τοπική βλάστηση υπάρχουν επίσης άγριο αυτοφυές πυξάρι, φλαμουριές και βελανιδιές. Στην τοποθεσία παρέχονται οργανωμένοι χώροι άθλησης όπως γήπεδα βόλλεϋ, μπάσκετ, τέννις, ποδοσφαίρου καθώς και ένα υπερσύγχρονο κλειστό κολυμβητήριο ολυμπιακών διαστάσεων. Επίσης υπάρχουν εγκαταστάσεις εξυπηρέτησης των επισκεπτών με ξενοδοχεία και εστιατόρια.

Χιονοδρομικά κέντρα

Σε απόσταση 17 χιλιομέτρων από την πόλη, βρίσκονται το χιονοδρομικά κέντρα Σελίου και το χιονοδρομικό κέντρο 3-5 Πηγαδίων που είναι δύο από τα γνωστότερα χιονοδρομικά κέντρα της Κεντρικής Μακεδονίας. Μάλιστα, το χιονοδρομικό κέντρο Σελίου είναι το πρώτο οργανωμένο χιονοδρομικό κέντρο της χώρας και βρίσκεται στον οικισμό Κάτω Βέρμιο, ένα από τα ψηλότερα χωριά στην Ελλάδα.


 Το χιονοδρομικό κέντρο 3-5 Πηγάδια είναι μεταγενέστερο του Σελίου και ανήκει διοικητικά στον Δήμο της Ηρωικής Πόλης της Νάουσας. Αποτελεί ένα σύγχρονο χιονοδρομικό κέντρο σε υψόμετρο 1.430 - 2.005 μέτρων με χιονοδρομικές πίστες κάθε βαθμού δυσκολίας και δρόμων αντοχής. Είναι το πρώτο χιονοδρομικό κέντρο που απέκτησε σύστημα τεχνητής χιόνωσης στην Ελλάδα.

Αρχαιολογικοί χώροι στην ευρύτερη περιοχή.


Η Σχολή του Αριστοτέλους στη θέση "Ισβόρια" της Νάουσας.

Το αρχαίο θέατρο της Μίεζας στον Κοπανό.

Ο μεγάλος Μακεδονικός τάφος «Κρίσεως» στον Κοπανό.

Ο Μακεδονικός τάφος των Λύσωνος και Καλλικλέους στα Λευκάδια.

Ο Μακεδονικός τάφος των Ανθεμίων στον Κοπανό.

Ο Μακεδονικός Τάφος του ‘’Kinch’’ στον Κοπανό.

Διάσημοι Ναουσαίοι

Αναστάσιος Μιχαήλ (1675-1722), λόγιος, συγγραφέας και θεολόγος

Βασίλειος Ρομφέης (1773-?), κλέφτης τη περίοδο της Τουρκοκρατίας

Αναστάσιος Καρατάσος (1764-1830), κλεφταρματωλός του 1821 και στρατιωτικός

Ζαφειράκης Θεοδοσίου (1772-1822), πρόκριτος της Νάουσας και οπλαρχηγός του 1821

Στογιάννης Δήμου (1789-1862), οπλαρχηγός του 1821

Μιχαήλ Γεωργιάδης (1818-?), διδάσκαλος, λόγιος και έφορος σχολείων

Ιωάννης Σημανίκας (?-?) Μακεδονομάχος οπλαρχηγός

Επαμεινώνδας Γκαρνέτας (?-1940), Μακεδονομάχος οπλαρχηγός

Μάρκος Μαρκοβίτης (1905-1938), αγωνιστής του ΚΚΕ

Ρούλα Κουκούλου (1916-1997), ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ.



Η Νάουσα εξυπηρετείται από τον ομώνυμο σιδηροδρομικό σταθμό που εγκαινιάστηκε το 1894 επί σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης - Φλωρίνης. Από το 2009, εξυπηρετείται από τον προαστιακό Θεσσαλονίκης ο οποίος συνδέει την πόλη με τη Θεσσαλονίκη και μετά και με την Έδεσσα.


Ο Δήμος της Νάουσας ιδρύθηκε στις 17 Οκτωβρίου 1912, αμέσως μετά την απελευθέρωση από τους Οθωμανούς. Με τις οργανωτικές αλλαγές του Προγράμματος Ανασυγκρότησης της Πρωτοβάθμιας Τοπικής Αυτοδιοίκησης « Καποδίστριας», ο Δήμος θα μεγαλώσει σημαντικά με την ενσωμάτωση των κοινοτήτων Αρκοχωρίου, Γιαννακοχωρίου, Ροδοχωρίου (με τους οικισμούς Ροδοχωρίου, Μεταμόρφωσης και Αγίου Παύλου) και Στενημάχου. Το 2011 με το πρόγραμμα τοπικής αυτοδιοίκησης Καλλικράτης, με τον δήμο Ηρωικής Πόλης Νάουσας συνενώθηκαν οι πρώην Δήμοι Ανθεμίων (Επισκοπή, Κοπανός, Λευκάδια, Μαρίνα, Πολλά Νερά, Μονόσπιτα, Χαρίεσσα) και Ειρηνούπολης (Αγγελοχώρι, Αρχάγγελος, Άνω Ζερβοχώρι, Παλαιό Ζερβοχώρι, Πολυπλάτανος).


ΠΗΓΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΑ ΕΛΛΑΔΑ - ΚΟΣΜΟΣ
ΠΡΟΣΩΠΑ
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ - ΠΟΙΗΣΗ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΘΕΜΑΤΑ
ΑΠΟΨΕΙΣ